Εφιαλτικό θρίλερ αντιμετωπίζει κάθε ημέρα η ελληνική οικογένεια, που «κυνηγά» τις τιμές των τροφίμων, για να καλύψει τις καθημερινές της ανάγκες.

Ψηλότερα από όλες τις χώρες του πλανήτη «πετάνε» τα τρόφιμα στην Ελλάδα, χρονιά με τη χρονιά, με τους πολίτες να μην έχουν πλέον λύσεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης.

Αυτό, που γνωρίζει πολύ καλά η μέση οικογένεια στη χώρα μας, αλλά θέλουν  να αγνοούν οι  πολιτικοί, αποτυπώνει με τον πιο συνταρακτικό τρόπο ο ΟΟΣΑ.

Η έλλειψη ελέγχων, η ασυδοσία της αγοράς, τα κάθε είδους καρτέλ, η συγκέντρωση υψηλών μεριδίων της λιανικής πώλησης σε λίγες μόλις επιχειρήσεις και το «άρρωστο» κύκλωμα των μεσαζόντων διαμορφώνουν ένα κερδοσκοπικό κοκτέιλ, που πλέον καταγράφεται από τους πλέον έγκυρους οικονομικούς οργανισμούς.

Τα στοιχεία, αποδεικνύουν ότι απολύτως δικαιολογημένα διαμαρτύρονται οι καταναλωτές, όποτε τους δοθεί ευκαιρία.

Αποδεικνύουν όσα δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιληφθεί ο αρμόδιος Υπουργός κ. Φώλιας, ο οποίος από τη Βουλή χαρακτήρισε τηλεοπτική την εικόνα της αγοράς, υποστηρίζοντας ότι η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη από όσα προβάλουν τα μέσα ενημέρωσης!

Ο ΟΟΣΑ έδωσε στη δημοσιότητα τον πίνακα του «πληθωρισμού τροφίμων» για τις ανεπτυγμένες χώρες, που δίνει σαφή εικόνα για το βάρος που σηκώνει η μέση οικογένεια στο στρώσιμο του καθημερινού τραπεζιού.

Τα στοιχεία αυτά για τον περασμένο Φεβρουάριο δείχνουν:

ΗΠΑ: Πληθωρισμός 4%, πληθωρισμός τροφίμων 5,1%, συμβολή των τροφίμων στον πληθωρισμό με 0,5 ποσοστιαία μονάδα και μερίδιο δαπανών τροφίμων στις συνολικές 9,8%.

Γαλλία: Πληθωρισμός 2,8%, πληθωρισμός τροφίμων 5%, συμμετοχή στις δαπάνες 16,3% και συμβολή στον πληθωρισμό 0,8%.

Ελβετία: Πληθωρισμός 2,4%, πληθωρισμός τροφίμων 2,2%, συμμετοχή 11% και συμβολή μόλις 0,2%.

Ελλάδα: Πληθωρισμός 4,4%, πληθωρισμός τροφίμων 6,6%, συμβολή στον πληθωρισμό 1,2% και μερίδιο δαπανών τροφίμων στις συνολικές 17,8%.

 

Τι δείχνει ο πίνακας;

Ότι ο Έλληνας αναγκάζεται να κατευθύνει το 17,8% όσων ξοδεύει για την αγορά τροφίμων, ο Αμερικανός το 9,8%, ο Γάλλος 16,3% και ο Ελβετός το 11%. Και όλα αυτά χωρίς βεβαίως να έχουν τα ίδια εισοδήματα και την ίδια εργασιακή ασφάλεια. Είναι γνωστό σε όλους ότι η εργασία στην Ελλάδα βρίσκεται δύσκολα, χάνεται σχετικά εύκολα και πληρώνεται σαφώς χειρότερα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πίνακας του ΟΟΣΑ αφορά το Φεβρουάριο. Δεν περιλαμβάνει δηλαδή, τα χειρότερα. Όσα ζήσαμε το Μάρτιο, τον Απρίλιο και το Μάιο, όπου η κατάσταση στην αγορά επιδεινώθηκε.

 

Το παράδειγμα της Γερμανίας

Από τις πρώτες θέσεις του πίνακα για τον πληθωρισμό τροφίμων απουσιάζουν οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες.

Απουσιάζουν για παράδειγμα οι πολίτες της «ατμομηχανής της ευρωπαϊκής οικονομίας», οι Γερμανοί.

Οι οργανωμένες, σοβαρές και «ώριμες» κοινωνίες έχουν άμεσα και αποτελεσματικά αντανακλαστικά σε φαινόμενα κερδοσκοπίας και ακρίβειας. Διαθέτουν βεβαίως και ισχυρούς μηχανισμούς, που ελέγχουν την αγορά και σε κάθε περίπτωση δεν αστειεύονται. Έχουν ισχυρές καταναλωτικές οργανώσεις, που δεν χαρίζουν…κάστανα στους πονηρούς της αγοράς.

Αυτό που στην Ελλάδα ονομάζεται «τσιγκουνιά», στη Γερμανία αποτελεί καθημερινή κοινωνική πρακτική και συνδυασμό με αποτελεσματικούς κρατικούς ελέγχους και καταναλωτικές παρεμβάσεις διατηρούν μια αγορά πρότυπο.

Τα αποτελέσματα αποτυπώνονται στους δείκτες της οικονομίας, που αφορούν την κατανάλωση και τη σχέση των πολιτών με τις καθημερινές αγορές.

Πτώση της τάξης του 1,7% εμφάνισαν, σε μηνιαία βάση, τον Απρίλιο οι λιανικές πωλήσεις στη Γερμανία, όπως έδειξαν τα προκαταρκτικά στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας. Σε ετήσια βάση, οι πωλήσεις υποχώρησαν κατά 1%.

Στην έκθεση “Agricultural Outlook 2008 – 2017”, που εκπονήθηκε από τον ΟΟΣΑ και τον FAO, εκτιμάται ότι οι τιμές χονδρικής των τροφίμων θα υποχωρήσουν κατά πάσα πιθανότητα έναντι των σημερινών επιπέδων-ρεκόρ, αλλά θα παραμείνουν την επόμενη δεκαετία σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα έναντι της προηγουμένης δεκαετίας.

Την περίοδο 2008 – 2017 σε σχέση με τη δεκαετία 1998 – 2007 οι μέσες ονομαστικές τιμές των εμπορευμάτων θα είναι αυξημένες κατά 20% για το βοδινό και το χοιρινό κρέας, κατά 30% για τη ζάχαρη και το ρύζι, κατά 40% με 50% για το σιτάρι, το καλαμπόκι και το γάλα σε σκόνη, κατά 60% για το βούτυρο και τους σπόρους για παραγωγή ελαίου και κατά 80% ή και παραπάνω για τα φυτικά έλαια.