Με αισθητή αύξηση των τιμών έκλεισε το απόγευμα της Τρίτης η δεύτερη δημοπρασία λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής της ΔΕΗ (ΝΟΜΕ), σε σχέση με την πρώτη που είχε γίνει τον περασμένο Οκτώβριο.
Μέσω των δημοπρασιών, οι αγοραστές, κυρίως εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας που ανταγωνίζονται τη ΔΕΗ, αποκτούν πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια. Στόχος είναι να διευκολυνθεί το άνοιγμα της αγοράς ρεύματος και ο περιορισμός του μεριδίου της ΔΕΗ σε αυτήν, από το επίπεδο του 90% περίπου που είναι σήμερα, στο 49% που είναι ο στόχος για το 2020, βάσει της συμφωνίας με τους δανειστές.
Η ενέργεια που δημοπρατήθηκε ανερχόταν σε 1.270.200 μεγαβατώρες, οι τιμές των οποίων διαμορφώθηκαν από 39,1 έως 41,14 ευρώ ανά μεγαβατώρα, με την πλειονότητα των «χτυπημάτων» να ξεπερνά τα 41 ευρώ.
Αντίστοιχα, στη δημοπρασία του Οκτωβρίου στην οποία η προσφερόμενη ποσότητα ήταν πολύ μεγαλύτερη (4 εκατ. μεγαβατώρες) οι τιμές κυμάνθηκαν σε πολύ μικρότερο εύρος και σε χαμηλότερα επίπεδα, συγκεκριμένα από 37,37 έως 37,5 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Σημειώνεται ότι με βάση τη μεθοδολογία που ακολουθείται, κάθε συμμετέχων αγοράζει την ενέργεια στην τιμή που προσφέρει ο ίδιος.
Σύμφωνα με τη ΔΕΗ, οι τιμές διαμορφώνονται κάτω του κόστους παραγωγής, ωστόσο η αύξηση των τιμών σε σχέση με την πρώτη δημοπρασία οδηγεί και σε αύξηση των εσόδων για την επιχείρηση από τα ΝΟΜΕ. Ταυτόχρονα δημιουργείται ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους (αλλά και σταθερή τιμή αγοράς) για τους εναλλακτικούς προμηθευτές, καθώς ακόμη και το φθηνότερο οικιακό τιμολόγιο της ΔΕΗ – το νυχτερινό – διαμορφώνεται στα 66,1 ευρώ ανά μεγαβατώρα ενώ το κανονικό οικιακό τιμολόγιο ξεκινά από τα 94,6 ευρώ/MWh.
Στο πρόγραμμα για το 2017 περιλαμβάνονται άλλες τρεις δημοπρασίες, τον Απρίλιο, τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο για άλλες 4,7 εκατ. μεγαβατώρες.