Υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα βρίσκονται οι τέσσερις ελληνικοί συστημικοί όμιλοι (Εθνική, Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank, Eurobank), από τις 4 Νοεμβρίου.
Τον νέο οδηγό αναλύει σε ενημερωτικό της σημείωμα η διεύθυνση οικονομικής ανάλυσης της Τράπεζας Πειραιώς.
Στο πλαίσιο της δημιουργίας της τραπεζικής ένωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα αναλάβει την άμεση εποπτεία των 120 μεγαλύτερων τραπεζικών ομίλων της ζώνης του ευρώ, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν πάνω από 85% των στοιχείων ενεργητικού του τραπεζικού τομέα.
Ταυτόχρονα, θα αναλάβει και την έμμεση εποπτεία περίπου 3.400 μικρότερων πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι τρεις κύριοι στόχοι του ΕΕΜ αφορούν: α) τη διασφάλιση της ασφάλειας και ευρωστίας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, β) την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης και σταθερότητας, και γ) τη διασφάλιση συνεπούς εποπτείας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ δημοσίευσε στις 30 Σεπτεμβρίου τον οδηγό για την προσέγγιση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) στην τραπεζική εποπτεία.
Ο οδηγός αποτελεί σημαντικό ορόσημο για την εφαρμογή του ΕΕΜ, του νέου συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας το οποίο θα περιλαμβάνει, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) των χωρών της ζώνης του ευρώ. Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα υπό την εποπτεία του ΕΕΜ θα υπόκεινται στην ίδια εποπτική πρακτική.
Ο οδηγός εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργεί ο ΕΕΜ και παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τις εποπτικές πρακτικές. Συγκεκριμένα, ο οδηγός ορίζει τις αρχές του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού για την εποπτεία, τη λειτουργία του σχετικά με τον καταμερισμό των καθηκόντων μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών, τη διαδικασία λήψης αποφάσεων εντός του ΕΕΜ, την επιχειρησιακή δομή και τον εποπτικό κύκλο του ΕΕΜ.
Επίσης ορίζει τον τρόπο διενέργειας της εποπτείας στον ΕΕΜ και σχετικά με τις άδειες λειτουργίας, τις αποκτήσεις ειδικών συμμετοχών και τις ανακλήσεις αδειών λειτουργίας, την εποπτεία των σημαντικών ιδρυμάτων, την εποπτεία των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων και τον συνολικό έλεγχο της ποιότητας και του προγραμματισμού.