Στην τελική ευθεία βρίσκεται η ρύθμιση για τα κόκκινα δάνεια, η οποία θα περιλαμβάνει «κούρεμα» στις οφειλές προς τις τράπεζες και διαγραφή σε πρόστιμα και προσαυξήσεις από τα ασφαλιστικά ταμεία και την εφορία.
Κούρεμα των κόκκινων δανείων προβλέπει το σχέδιο της κυβέρνησηςΟι πληροφορίες αναφέρουν ότι η ρύθμιση θα αφορά μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες με τζίρο έως 900.000 ευρώ.
Όπως όλα δείχνουν, η συμφωνία για την εξόφληση των χρεών έχει κλείσει στις έως 120 δόσεις για αρκετές προβληματικές επιχειρήσεις. Το νομοσχέδιο δεν προσδιορίζει το ύψος της διαγραφής απαίτησης που θα κάνουν οι τράπεζες (αυτό θα είναι προϊόν συμφωνίας με το πιστωτικό ίδρυμα), δίνει ωστόσο φορολογικό κίνητρο για έκπτωση, με τη μορφή ζημίας, του 50% της συνολικής απαίτησης που έχουν οι τράπεζες από τον οφειλέτη.
Όπως προβλέπει το νομοσχέδιο:
– Επιλέξιμες οφειλές είναι χρέη από επιχειρηματικά δάνεια, εφόσον βρίσκονται σε καθυστέρηση για έξι μήνες και μέχρι τις 30 Ιουνίου του 2015, και εφόσον δεν υπερβαίνουν τις 500.000 ευρώ.
– Επιλέξιμοι πελάτες είναι μικρές επιχειρήσεις, αυτοαπασχολούμενοι και επαγγελματίες με τζίρο έως 900.000 ευρώ και ανώτατο αριθμό εργαζομένων έως 9 άτομα.
Προϋποθέσεις είναι:
– η δραστηριότητά τους να έχει υποστεί μείωση τζίρου κατά 20% τουλάχιστον από 1η Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου
– να μην έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής στον νόμο 3869, δηλαδή στον νόμο Κατσέλη, ή έστω να έχουν εγκύρως παραιτηθεί από αυτή.
Η διαδικασία υπαγωγής προβλέπει τη συμφωνία των δύο μερών, πιστωτών και οφειλετών, για τη ρύθμιση των επιχειρηματικών χρεών, με την προϋπόθεση ότι το σχέδιο εξυγίανσης φέρει την έγκριση του 60% των πιστωτών, στο οποίο περιλαμβάνεται το 40% των τυχόν εμπράγματων εξασφαλίσεων.
Πρόκειται για ρύθμιση που δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών της επιχείρησης, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι στη συμφωνία.
Οι επιχειρηματίες που έχουν καταλήξει σε σχετική συμφωνία με τους πιστωτές μπορούν να κάνουν αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου μέχρι τις 30 Ιουνίου 2015. Η αίτηση θα πρέπει να συζητηθεί εντός διμήνου από την υποβολή της και το δικαστήριο θα πρέπει εντός ενός μήνα από τη συζήτηση να αποδεχθεί την αίτηση και να εκδώσει την απόφαση.
Το δικαστήριο δύναται να απορρίψει την αίτηση σε περίπτωση που δεν του έχουν παρασχεθεί όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, ενώ κατά της απορριπτικής απόφασης επιτρέπεται η υποβολή έφεσης εντός 30 ημερών.