Λιγότερα χρήματα για το κράτος, περισσότερη παραοικονομία και γραφειοκρατία για τους υπόλοιπους επέφερε η επιβολή Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στον καφέ, αναφέρει ο ΣΕΒ σε ειδική έρευνα, σύμφωνα με την οποία είναι αμφίβολο αν το καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα του φόρου παραμένει θετικό.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο ΣΕΒ, τα έσοδα από τον ΕΦΚ υπολείπονται ήδη κατά σχεδόν 50% του στόχου, καθώς η αρχική πρόβλεψη για ετήσια έσοδα 64 εκατ. ευρώ αναθεωρήθηκε πρόσφατα σε 33 εκατ. ευρώ για το 2017 και το 2018.

«Αν επιπλέον συνυπολογιστούν οι έμμεσες απώλειες εσόδων λόγω διόγκωσης της παραοικονομίας, αποψίλωσης του παραγωγικού ιστού της χώρας και τις απώλειες εσόδων που αυτή συνεπάγεται για το κράτος, τότε είναι αμφίβολο αν το καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα του φόρου παραμένει θετικό», προσθέτει.

Η επιβολή του ΕΦΚ οδήγησε σε αύξηση της λιανικής τιμής έως και 26%, κυρίως στα φθηνότερα προϊόντα και μείωση της κατανάλωσης κατά 7%, παρά το γεγονός ότι ένα μέρος της επιβάρυνσης απορροφήθηκε από τις επιχειρήσεις.

Επίσης οδήγησε σε αύξηση του λαθρεμπορίου καθώς σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς τα λαθραία προϊόντα έχουν ήδη καταλάβει περίπου το 10% της αγοράς με σοβαρές συνέπειες όχι μόνο για τα δημόσια έσοδα αλλά και για τον καταναλωτή, καθώς τα προϊόντα που διακινούνται λαθραία είναι πολλές φορές πλαστά που παράγονται και διακινούνται χωρίς ελέγχους για την τήρηση των κανόνων ασφάλειας και υγιεινής. «Η ευρεία κατανάλωση αυτών των πλαστών προϊόντων ενέχει δυνητικά σοβαρούς κινδύνους για τον καταναλωτή», αναφέρει ο ΣΕΒ.

Οι προτάσεις του Συνδέσμου περιλαμβάνουν την κατάργηση ή δραστική μείωση του ΕΦΚ στον καφέ, στο βαθμό που να μην ενθαρρύνει τη λαθραία διακίνηση του και με έμφαση τη μείωση της επιβάρυνσης καταρχήν στις πιο οικονομικές επιλογές του καταναλωτή, φορολογικούς και αγορανομικούς ελέγχους στην παράνομη διασυνοριακή εμπορία και στην εγχώρια διάθεση, συμψηφισμό του ΕΦΚ εισαγωγών- εξαγωγών και ηλεκτρονικοποίηση όλων των διαδικασιών που έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα της επιβολής του ΕΦΚ στον καφέ και στις επαφές ανάμεσα σε επιχειρήσεις και τις φορολογικές/τελωνειακές αρχές.