Στο θέμα των μισθών επανέρχεται ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία που κυκλοφόρησε σήμερα με τίτλο «Και, όμως, οι μισθοί αυξάνονται! Όσο και η παραγωγικότητα! Χωρίς κρατική παρέμβαση».
Στο δελτίο του ο ΣΕΒ επικαλείται τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τα οποία δείχνουν αύξηση των μισθών, χωρίς μάλιστα κάποια παρέμβαση από το κράτος, προειδοποιεί για τον κίνδυνο από την επαναφορά βλαπτικών πρακτικών του παρελθόντος στην αγορά εργασίας και τονίζει ότι η ουσιαστική συζήτηση που θα πρέπει να γίνει από όλους «αφορά στις δράσεις που πρέπει να αναληφθούν για την ισχυρή ανάκαμψη της παραγωγικότητας, που ακόμη παραμένει καθηλωμένη».
Αναλυτικά, ο ΣΕΒ σημειώνει τα εξής:
«Η επίσπευση της διαδικασίας καθορισμού του κατώτατου μισθού που ψηφίστηκε στη Βουλή την περασμένη εβδομάδα ανοίγει εκ νέου το διάλογο για τους παράγοντες που καθορίζουν το ύψος των μισθών σε μια ελεύθερη, ανταγωνιστική οικονομία.
Η παρατεταμένη ανισορροπία μεταξύ μισθών και παραγωγικότητας, που χαρακτήριζε τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία πριν το ξέσπασμα της κρίσης σε βάρος της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της, δηλαδή οι αυξήσεις μισθών ενώ υποχωρούσε η παραγωγικότητα, αντιστράφηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Σε αυτό συνέβαλαν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που, σε ένα βαθμό, συνετέλεσαν στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Η μείωση της ανεργίας κατά 8 μονάδες τα τελευταία 4 χρόνια σε συνθήκες σχεδόν μηδενικής ανάπτυξης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μεταρρυθμίσεις που προσέδωσαν μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας.
Όπως ακριβώς συμβαίνει σε χώρες όπως η Δανία, που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά μιας ανοιχτής οικονομίας, με ευελιξία στην αγορά εργασίας, υψηλή παραγωγικότητα, ανεργία μόλις στο 4,8% και ισχυρό κράτος πρόνοιας για τους εργαζόμενους.
Στην χώρα μας η κανονικότητα αυτή στη σχέση μισθών και παραγωγικότητας απειλείται, σήμερα, στο βαθμό που παγιωθούν εκ νέου βλαπτικές πρακτικές του παρελθόντος στην αγορά εργασίας, όπως η διαμόρφωση μισθών χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δυνατότητες της οικονομίας, οι αλόγιστες επεκτάσεις συλλογικών συμβάσεων από διαιτητικές αποφάσεις ή ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις που δεν ικανοποιούν κανόνες αντιπροσωπευτικότητας κοκ..
Μια τέτοια εξέλιξη απειλεί όχι μόνο να εκτροχιάσει την παρούσα αναιμική ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά και να δυναμιτίσει την πρόσβαση των επιχειρήσεων, των τραπεζών και του κράτους στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και χρηματοδότησης.
Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα σημαντικό τμήμα των Ελληνικών επιχειρήσεων είναι υπερχρεωμένο και προκειμένου να επιβιώσει, και μαζί του οι τράπεζες, πρέπει να αναδιαρθρωθεί αξιοποιώντας και εργαλεία όπως πχ η υπερίσχυση μιας επιχειρησιακής σύμβασης έναντι μιας κλαδικής.
Επειδή λοιπόν η οικονομική κατάσταση της χώρας κρίνεται ως ιδιαιτέρως εύθραυστη, όπως αποτυπώνεται και στην πρόσφατη απόφαση της Moody’s να διατηρήσει αμετάβλητη την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, παρά τη μετάβαση στη μετα-Μνημονιακή εποχή, απαιτείται αυτοσυγκράτηση και υπευθυνότητα όλων, Πολιτείας, εργοδοτών και εργαζομένων, ώστε να αποφευχθούν υπέρογκες και μη βιώσιμες αυξήσεις μισθών πέραν των ορίων που θέτει η αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Άλλωστε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ήδη καταγράφουν αυξήσεις μισθών -χωρίς οιαδήποτε παρέμβαση- κατά το 2017 και το πρώτο εξάμηνο του 2018, που συμβαδίζουν με την πορεία της παραγωγικότητας σε κλάδους που μπορούν να τις αντέξουν.
Η πρόσβαση των κοινωνικών εταίρων στα στατιστικά στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, που ακόμη παραμένει μια εκκρεμότητα, θα μπορούσε να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των δεδομένων και των εξελίξεων στην αγορά εργασίας.
Επιτυχημένες είναι οι επιχειρήσεις που έχουν ικανοποιημένους εργαζόμενους. Καμία επιχείρηση που πηγαίνει καλά και μπορεί να δώσει αυξήσεις δεν θα αρνηθεί να το πράξει.
Σε αυτό το πλαίσιο, αν μη τι άλλο, η ουσιαστική συζήτηση που θα έπρεπε σήμερα να γίνει από τα πολιτικά κόμματα και τους φορείς της επιχειρηματικότητας, αφορά στις δράσεις που πρέπει να αναληφθούν για την ισχυρή ανάκαμψη της παραγωγικότητας, που ακόμη παραμένει καθηλωμένη. Μόνο έτσι η ευημερία των εργαζομένων θα αποκτήσει γερά θεμέλια».