«Μετά την υπέρογκη φορολόγηση των μικρομεσαίων επιχειρηματιών για το 2023, η κυβέρνηση προχώρησε σε αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,46% στο ύψος του πληθωρισμού, όπως προβλέπει ο Ν. 4670/20, με αποτέλεσμα να προκύπτει νέα μηνιαία επιβάρυνση για 1,3 εκατ. ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες».
Αυτό υπογραμμίζει σε ανακοίνωσή του το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών ενώ προσθέτει τα εξής:
Τα επιπλέον μηνιαία έξοδα ενός ελεύθερου επαγγελματία που έχει επιλέξει την 1η ασφαλιστική κατηγορία, μόνο για κύρια ασφάλιση ξεκινούν από περίπου 8 ευρώ το μήνα, άρα 96 ευρώ το χρόνο και φτάνουν τα 10,5 ευρώ το μήνα, άρα 126 ευρώ το χρόνο, για κάποιον που καταβάλει εισφορές για επικουρική ασφάλιση και εφάπαξ.
Σε περίπτωση που κάποιος βρίσκεται στην 6η ασφαλιστική κατηγορία, η μηνιαία επιβάρυνση μόνο για κύρια ασφάλιση ξεκινάει από 21,49 ευρώ μηνιαίως, άρα 257,88 ετησίως και φτάνει τα 25,02 επιπλέον μηνιαίως, άρα 300,24 ευρώ ετησίως, για κάποιον που έχει επικουρική ασφάλιση και εφάπαξ.
Την ίδια στιγμή, παραμένει η καταβολή μηνιαίας εισφοράς 10 ευρώ υπέρ του ταμείου ανεργίας για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, με αποτέλεσμα οι έξι ασφαλιστικές κατηγορίες, ειδικά για κύρια ασφάλιση και υγεία, να διαμορφώνονται από 248,22 ευρώ έως και 642,09 ευρώ τον μήνα. Μάλιστα, η αύξηση των εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, δεν συνδέεται με την αντίστοιχη ανταποδοτικότητα στο ύψος της μελλοντικής σύνταξης που θα λάβουν.
Ήδη, χιλιάδες μικρομεσαίοι έχουν συσσωρεύσει ασφαλιστικές οφειλές στο Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών κατά την διάρκεια της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, καθώς δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα μηνιαία έξοδά τους, ενώ βρίσκονται αντιμέτωποι με αναγκαστικά μέτρα είσπραξης.
Στο πλαίσιο αυτό, ζητείται η εκ νέου ενεργοποίηση των 120 δόσεων, ή κάποιας άλλης μορφής ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών, για τη μη δημιουργία νέων. «Χιλιάδες μικρομεσαίοι, χρωστούν ήδη και δεν μπορούν να αποπληρώσουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πάρουν την σύνταξή τους», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΒΕΑ Παύλος Ραβάνης.
Ακόμη, το ΒΕΑ επιμένει στην άμεση μείωση του μη μισθολογικού κόστους για την επιβίωση των επιχειρήσεων.
Η αύξηση των μισθών το 2023, οδήγησε σε αύξηση και των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργαζόμενους που απασχολούνται στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Μάλιστα, το δεύτερο εξάμηνο του έτους, αναμένεται και νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, κάτι που θα συμπαρασύρει εκ νέου και το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων.
«Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την υπέρογκη αύξηση της φορολογίας για το 2023 με την εισαγωγή τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος, πλήττουν καίρια τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις», όπως επισημαίνει ο Α΄ αντιπρόεδρος του Β.Ε.Α Κώστας Δαμίγος.
Τέλος, επισημαίνεται στην ανακοίνωση ότι «η κυβέρνηση, πέρα από τα φοροεισπρακτικά μέτρα που επιβάλει, θα πρέπει να προχωρήσει και σε μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων.
Τα εμπόδια για την επιβίωσή τους παραμένουν: υψηλή φορολόγηση, έλλειψη ρευστότητας, μηδενική πρόσβαση στην χρηματοδότηση και απουσία χρηματοδοτικών εργαλείων προσαρμοσμένων στις ανάγκες των μικρομεσαίων, συνθέτουν ένα περιβάλλον που είναι αδύνατον να επιβιώσουν.
Οι μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις, εξακολουθούν να περιμένουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους και τη λήψη νέων αναπτυξιακών μέτρων».