«Ουδέν νεότερον» από την απαιτούμενη προετοιμασία για την εξίσωση αντικειμενικών και εμπορικών τιμών των ακινήτων, που θα συμβάλει στη μείωση του ΕΝΦΙΑ, αλλά και των άλλων φόρων που βαραίνουν τα ακίνητα και τις αγοραπωλησίες τους.
Η πολιτική απόφαση έχει ληφθεί γενικώς και… αορίστως.
Πότε θα γίνει η πολυπόθητη εξίσωση τιμών δεν έχει ακόμη αποφασιστεί, καθώς η κυβέρνηση από τη μια έχει τη σχετική μνημονιακή υποχρέωση και από την άλλη παρακολουθεί τα έσοδα.
Και οι υπηρεσίες όμως του Υπουργείου Οικονομικών κινούνται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Έχουν πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουν για την αλλαγή του συστήματος και σε κάθε περίπτωση, αφού η κυβέρνηση δεν δείχνει να βιάζεται, ακολουθούν «χαλαρούς ρυθμούς».
Ωστόσο, το χρονοδιάγραμμα είναι σαφές και πρέπει να τηρηθεί, τουλάχιστον σε υπηρεσιακό επίπεδο.
Έτσι θα πρέπει:
– Στο τέλος Σεπτεμβρίου 2017 να έχει συγκροτηθεί ειδική τεχνική ομάδα για την αναπροσαρμογή των φορολογητέων αξιών της ακίνητης περιουσίας, αλλά και να έχει αναπτυχθεί μια μόνιμη πλατφόρμα πληροφόρησης για την αναπροσαρμογή των φορολογητέων αξιών των ακινήτων περιουσιακών στοιχείων.
– Στο τέλος Νοεμβρίου 2017 να έχει εξασφαλιστεί ο πλήρης προσδιορισμός της ακίνητης ιδιοκτησίας μέσω του υφιστάμενου κτηματολογίου και μέσω διασταυρωτικού ελέγχου όλων των ιδιοκτησιακών συμφερόντων με όλες τις μεμονωμένες ιδιοκτησίες.
– Στο τέλος Δεκεμβρίου 2017 να έχει θεσπιστεί η νομοθεσία για την ευθυγράμμιση των φορολογητέων αξιών των ακινήτων με τις τιμές αγοράς.
Υπό την προϋπόθεση ότι όλα θα τηρηθούν κατά γράμμα, θα πρέπει με βάση και τα όσα έχουν εξαγγελθεί από το οικονομικό επιτελείο έως το τέλος του Μαρτίου 2017 να έχουν εκδοθεί τα εκκαθαριστικά σημειώματα του ΕΝΦΙΑ έτους 2018 σύμφωνα με τις νέες φορολογητέες τιμές.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, εάν οι νέες τιμές ακινήτων οδηγήσουν σε μικρή πτώση των εσόδων του ΕΝΦΙΑ, σε σχέση με τα προϋπολογισθέντα 2,65 δισ. ευρώ, θα διευρυνθεί η φορολογητέα βάση του φόρου και οι συντελεστές υπολογισμού του θα προσαρμοστούν για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος των εσόδων και να διατηρηθεί ο φορολογικά ουδέτερος χαρακτήρας της μεταρρύθμισης.