Το νέο «καθεστώς» για την παροχή δεύτερης ευκαιρίας για ρυθμίσεις στα ασφαλιστικά ταμεία ξεκαθαρίζει εγκύκλιος του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ).

Όπως αναφέρει η εγκύκλιος, οι νέες διατάξεις τίθενται σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2021 και από την ημερομηνία αυτή καταργείται το προϊσχύον θεσμικό πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης (Ν.3588/2007).

Τυχόν εκκρεμείς διαδικασίες εξυγίανσης κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος των νέων διατάξεων εξελίσσονται με βάση τις καταργηθείσες διατάξεις του προηγούμενου νόμου (Ν.3588/2007).

Βασικά στοιχεία νέων ρυθμίσεων

Το Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης θεωρείται ότι συναινούν σε συμφωνία εξυγίανσης ακόμα και αν δεν την υπογράφουν όταν:

-η βεβαιωμένη βασική οφειλή του οφειλέτη προς το αντίστοιχο πρόσωπο ή φορέα δεν υπερβαίνει το ποσό των 15 εκατ. ευρώ,

-η θέση του Δημοσίου και των Δημόσιων Φορέων δεν χειροτερεύει συγκριτικά με το σενάριο της πτώχευσης και

-οι συνολικές οφειλές προς τους πιστωτές του δημοσίου τομέα υπολείπονται των συνολικών οφειλών προς τους πιστωτές του ιδιωτικού τομέα. Τα κριτήρια θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να πληρούνται σωρευτικά.

Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να ρυθμίσει απαιτήσεις που γεννώνται μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της επικυρωτικής απόφασης.

Από την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης και μέχρι την έκδοση απόφασης από το δικαστήριο, αναστέλλονται αυτόματα τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη.

Η αναστολή που δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά νόμο τους τέσσερις μήνες αφορά απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, σε αντίθεση με το προϊσχύον καθεστώς όπου προβλεπόταν η εν λόγω αναστολή μόνο για τις απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί πριν την υποβολή της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης.

Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών θεωρείται ότι πληρούται, αν κανείς από τους μη συναινούντες πιστωτές δεν βρεθεί, βάσει της συμφωνίας εξυγίανσης, σε χειρότερη θέση από τη θέση στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη.

Η πλήρωση ή μη του κριτηρίου της μη χειροτέρευσης εξετάζεται εφεξής και ως μία εκ των προϋποθέσεων τροποποίησης επικυρωθείσας συμφωνίας εξυγίανσης, αλλά μόνο ως προς τους πιστωτές οι οποίοι αντιτάσσονται στην επικύρωση της τροποποιητικής συμφωνίας ασκώντας παρέμβαση.

Προκειμένου να επικυρωθεί συμφωνία εξυγίανσης πρέπει, εφεξής, να έχει παρασχεθεί συναίνεση από πιστωτές του οφειλέτη, οι οποίοι εκπροσωπούν, αφενός, ποσοστό μεγαλύτερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) των απαιτήσεων με ειδικό προνόμιο και, αφετέρου, ποσοστό μεγαλύτερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) των λοιπών θιγόμενων απαιτήσεων.

Αντίθετα, στο προϊσχύον καθεστώς το ελάχιστο απαιτούμενο ποσοστό συναινούντων πιστωτών διαμορφωνόταν στο εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο περιλαμβανόταν και το σαράντα τοις εκατό (40%) των ενέγγυων απαιτήσεων, χωρίς εναλλακτική δυνατότητα συναίνεσης.

Προβλέπεται η δυνατότητα λήψης από τον οφειλέτη ή από φορέα στον οποίο μεταβιβάζεται επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη, ενδιάμεσης ή νέας χρηματοδότησης για τη διατήρηση της αξίας της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης ή, αντιστοίχως, για την εφαρμογή του επιχειρηματικού σχεδίου μετά την εξυγίανση, ως όρος της συμφωνίας.

Το δικαστήριο επίσης έχει την ευχέρεια να επιτρέψει τη δανειοδότηση του οφειλέτη άνευ ασφαλιστικής ή φορολογικής ενημερότητας, εφόσον κρίνεται αναγκαίο για τη λειτουργία της επιχείρησης.