Κάτω από 1.000 ευρώ το μήνα μισθό παίρνουν επτά στους δέκα εργαζομένους, ενώ οι μισοί παίρνουν «καθαρά» έως 830 ευρώ. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από ττην ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση η μείωση των ονομαστικών ωριαίων μισθών το 2018, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μισθούς του 2012 ανέρχεται σε ποσοστό 20%.
Όπως αναφέρει η έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ η μείωση αντανακλά και τη «μερική ανάκαμψη της οικονομίας των τελευταίων ετών». Την ίδια περίοδο, ωστόσο, «η παραγωγικότητα της εργασίας μειώνεται κατά 6%, αποτυπώνοντας έτσι και τις μεσοπρόθεσμες συνέπειες της καταστροφής του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας».
Ενδιαφέρον ωστόσο, έχουν τα συμπεράσματα της έκθεσης ως προς το ύψος των αμοιβών των μισθωτών, καθώς: Το 10% των μισθωτών, δηλαδή 257.000 άτομα, λαμβάνει μισθό κάτω από 450 ευρώ, ενώ μόλις 10% λαμβάνει μισθό άνω των 1.300 ευρώ τον μήνα.
Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι (50,1%) στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνουν μηνιαίο μισθό έως 830 ευρώ καθαρά.
Επιπλέον, τα τρία τέταρτα των εργαζομένων λαμβάνουν αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ μηνιαία. Σχετικά με την κατανομή των μισθών, σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το 72,8% των εργαζομένων λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ μόλις το 10% πάνω από 1.300 ευρώ.
Οι χαμηλότερες αποδοχές, σύμφωνα με την ίδια έκθεση είναι στον κλάδο της γεωργίας (καθαρός μέσος μισθός ανέρχεται σε 607 ευρώ), ενώ ακολουθούν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό (668 ευρώ) και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (674 ευρώ).
Αντίθετα, οι υψηλότερες μηνιαίες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (1.237 ευρώ), ενώ ακολουθούν οι τράπεζες και ασφάλειες (1.151 ευρώ), τα ορυχεία και λατομεία (1.140 ευρώ) και η δημόσια διοίκηση και άμυνα (1.101 ευρώ).