Στην κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών Οικονομικών Υποθέσεων, Παραγωγής και Εμπορίου, Κοινωνικών Υποθέσεων και Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής παρέστη χθες η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) και κατέθεσε αναλυτικό υπόμνημα στο οποίο εκθέτει τις θέσεις και απόψεις του εμπορικού κόσμου σε σχέση με το υπό συζήτηση πολυνομοσχέδιο που ψηφίζεται αύριο.
Το Υπόμνημα και οι σχετικές παρατηρήσεις της ΕΣΕΕ εστιάζονται στα εξής σημεία:
Ι. Εργασιακά
Στο άρθρο 15 του πολυνομοσχεδίου περιλαμβάνονται οι συμπληρώσεις του ν. 1876/1990 σε ότι αφορά τη μεσολάβηση και την διαιτησία των συλλογικών εργατικών διαφορών. Οι τρεις μεταβολές που επέρχονται είναι οι εξής:
– Διευρύνονται τα κριτήρια της ειδικής αιτιολογίας του μεσολαβητή ή του διαιτητή, ώστε να εξετάζει
-εκτός της οικονομικής κατάστασης και της εξέλιξης της ανταγωνιστικότητας της παραγωγικής δραστηριότητας- και την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης του μισθού στον κλάδο.
– Καθιερώνεται δικαίωμα του μεσολαβητή να τάξει προθεσμία στα μέρη για συνέχιση των διαβουλεύσεων και με σκοπό την υπογραφή συλλογικής σύμβασης, πριν παραδώσει την δική του αιτιολογημένη πρόταση.
– Μεταβάλλεται η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία, ώστε να περιλαμβάνει το μέρος αποδέχτηκε την πρόταση του μεσολαβητή που απέρριψε το άλλο μέρος, ως ανταμοιβή της καλής πίστης που επέδειξε το μέρος που αποδέχθηκε.
Διαφωνούμε με την πρόβλεψη να μπορεί να προσφεύγει στην διαιτησία μόνο όποιο μέρος αποδέχθηκε την πρόταση του μεσολαβητή. Η πρόταση του μεσολαβητή δεν είναι θέσφατο για να κρίνει την επίδειξη καλής πίστης των μερών με την αποδοχή της και μπορεί να περιέχει σοβαρά ελαττώματα κατά την κρίση του μέρους που την απορρίπτει.
Συνακόλουθα, θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ το υφιστάμενο καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο, οποιοδήποτε από τα δύο μέρη που αφορά η συλλογική διαφορά αφορά, θα μπορεί να προσφεύγει στην διαιτησία, είτε έχει αποδεχτεί την πρόταση του μεσολαβητή, είτε όχι.
Συμφωνούμε με την δυνατότητα του μεσολαβητή να “διακόπτει” στην ουσία την μεσολάβηση ώστε να συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις μεταξύ των μερών. Η διάταξη τονώνει την διαδικασία της μεσολάβησης και ενισχύει την αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων.
Διαφωνούμε ωστόσο με την πρόβλεψη να συμπεριληφθεί στα κριτήρια της αιτιολογημένης πρότασης ή απόφασης η πορεία της αγοραστικής δύναμης του μισθού, τουλάχιστον υπό το παρόν καθεστώς.
Πρώτον, θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο κριτήριο εμμέσως μπορεί να αξιολογηθεί και βάσει των γενικότερων αναφορών του ισχύοντος πλαισίου.
Δεύτερον, η εξέταση του αντικειμενικού κριτηρίου της αγοραστικής δύναμης του μισθού σε έναν τυχαίο κλάδο παρέλκει, πριν η Πολιτεία λάβει πρώτα απ’ όλα τα αναγκαία μέτρα για την αύξηση του κοινού παρονομαστή όλων των μισθών της χώρας, δηλαδή του κατώτατου μισθού των 586 €.
Η ΕΣΕΕ θέλει να επαναλάβει και ενώπιον της Βουλής, την πάγια θέση της, προτείνοντας την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού σε δύο χρονικά και ποσοτικά στάδια, τα οποία θα απέχουν τουλάχιστον ένα έτος μεταξύ τους, κατά το πρότυπο των τελευταίων σχετικών Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων (ΕΓΣΣΕ 2008: 680,59 €, ΕΓΣΣΕ 2010: 751,39 €).
Η ΕΣΕΕ δεν αντιμετώπισε ποτέ φοβικά την αύξηση του κατώτατου μισθού, αφού η εν λόγω κίνηση, θα ενισχύσει την κατανάλωση, θα αυξήσει τον τζίρο των επιχειρήσεων και θα επιταχύνει την αύξηση της απασχόλησης, η οποία είναι και το ζητούμενο σήμερα. Αναλυτικότερα:
– Η σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751,39 ευρώ (μεικτά) θα αναθερμάνει την οικονομία, καθώς συνεπάγεται υψηλότερη καταναλωτική ζήτηση.
– Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα προκαλέσει τόνωση της ζήτησης και του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα θα εισέρεαν επιπλέον έσοδα στα δημόσια ταμεία, από τον ΦΠΑ.
– Η επιβάρυνση των εργοδοτών από την αύξηση του κατώτατου μισθού, θα μπορούσε να αντισταθμιστεί εν μέρει μεσοπρόθεσμα τόσο από την επιδότηση της εργασίας, όσο και από την ενίσχυση του κύκλου εργασιών και την μείωση του μη μισθολογικού κόστους.
ΙΙ. Πτωχευτικό
Με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, γίνεται επιεικέστερο το καθεστώς απέναντι στους οφειλέτες, που, ελλείψει πτωχευτικής περιουσίας, δεν μπορούν να πτωχεύσουν και παραμένουν έτσι σε μια ιδιότυπη ομηρία.
Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης θα κηρύσσεται συγγνωστός, μετά την παρέλευση τριών ετών από την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας του στο ΓΕΜΗ και στα μητρώα πτωχεύσεων.
Το συγγνωστό του οφειλέτη καθιερώνεται ως η μόνη προϋπόθεση για την απαλλαγή του, ενώ διασφαλίζεται η δυνατότητα να τεθούν υπόψη του δικαστηρίου οι παρατηρήσεις των πιστωτών. Τίθεται, βέβαια, μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αυτό των 3 ετών (αντί των 2 που προβλέπει η γενική ρύθμιση), με βάση το σκεπτικό ότι ο χρόνος αυτός συμπίπτει με τη διαγραφή της σχετικής καταχώρισης και για την αποθάρρυνση τυχόν καταστρατηγήσεων του θεσμού.
Η ΕΣΕΕ συμφωνεί με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, καθώς το πλαίσιο ενισχύεται προς την κατεύθυνση της δεύτερης ευκαιρίας στους επιχειρηματίες που πτώχευσαν, ενώ τελούσαν σε καλή πίστη.
ΙΙΙ. Βασικά σημεία ΜΠΔΣ 2019-2022
Το επικαιροποιημένο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019 -2022, περιλαμβάνει μία σειρά ήδη ψηφισμένων μέτρων, όπως επίσης και προβλέψεις για την πορεία βασικών μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2018-2022.
Ειδικότερα, για το τρέχον έτος προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 3,56% του ΑΕΠ, το οποίο αυξάνεται σε 3,96% του ΑΕΠ το 2019, σε 4,15% του ΑΕΠ το 2020, σε 4,53% του ΑΕΠ το 2021 και σε 5,19% του ΑΕΠ το 2022.
Όσον αφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, υπολογίζεται μία μέση άνοδος μεταξύ 2,0% και 2,5% ανά έτος, για την περίοδο 2018 – 2021, ενώ το 2022 ο ρυθμός ετήσιας αύξησης θα υποχωρήσει στο 1,8%.
Παρόλα αυτά και βάσει των στοιχείων του Πίνακα 1, παρατηρείται πως η εκτιμώμενη επίτευξη του υψηλότερου πρωτογενούς πλεονάσματος το 2022 (5,19% του ΑΕΠ) συμπίπτει με το χαμηλότερο ετήσιο ρυθμό αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας της πενταετίας (+1,8% αύξηση του ΑΕΠ το 2022).
Παράλληλα, σχετικά με το σκέλος των περικοπών/αναπροσαρμογών γίνονται εκτιμήσεις για τη δημοσιονομική απόδοση από την περικοπή των συντάξεων από 1/1/2019 αλλά και της μείωσης του αφορολόγητου ορίου για μισθωτούς και συνταξιούχους από 1/1/2020.
Στον αντίποδα, γίνεται αναφορά και στα αντίμετρα, κυρίως φορολογικού χαρακτήρα, τα οποία θα ισχύσουν, προκειμένου να επέλθουν ελαφρύνσεις τόσο στα φυσικά όσο και στα νομικά πρόσωπα.
Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρείται η συνοπτική αποτύπωση των κυριότερων αλλαγών που επέρχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΜΠΔΣ 2019-2022, σε μία σειρά θεματικών ενοτήτων που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την εγχώρια επιχειρηματικότητα.
1. Ασφαλιστικό/Συντάξεις
Η περικοπή των συντάξεων ύψους 2,882 δις € το 2019, θα προέλθει κατά βάση από την αναπροσαρμογή στις κύριες συντάξεις πλην Δημοσίου (1,434 δις €) και από την αναπροσαρμογή των κύριων συντάξεων του Δημοσίου (1,121 δις €).
Η εξοικονόμηση του προαναφερθέντος ποσού θα καταστεί εφικτή, τουλάχιστον για το 2019 και από την κατάργηση της έκπτωσης του 15% επί των ασφαλιστικών εισφορών των μη μισθωτών, που ισχύει για το τρέχον έτος (+138 εκ. €).
Από 1/1/2019 ο υπολογισμός των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών θα πραγματοποιείται βάσει του το 100% του ασφαλιστέου εισοδήματος, εξέλιξη η οποία αναμένεται να προκαλέσει επιπρόσθετες επιβαρύνσεις και περαιτέρω συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Οι 2 προαναφερθείσες παράμετροι είναι πολύ πιθανό να περιορίσουν δραστικά την κατανάλωση, με κυριότερες εκφάνσεις τη μείωση των φορολογικών εσόδων (μειωμένη εισπραξιμότητα κυρίως από έμμεσους φόρους) αλλά και τη διόγκωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε Εφορία και Ασφαλιστικά ταμεία λόγω αδυναμίας πληρωμής των συγκεκριμένων υποχρεώσεων (φόρος εισοδήματος φυσικών & νομικών προσώπων, ασφαλιστικές εισφορές κ.α.).
Πρέπει να τονιστεί το γεγονός πως η αύξηση της εκτιμώμενης απόδοσης των μέτρων για τις συντάξεις, σε σύγκριση με το προηγούμενο ΜΠΔΣ, οφείλεται τόσο στην αναθεώρηση της εκτίμησης για την περικοπή των συντάξεων του ιδιωτικού τομέα (ΙΚΑ, ΟΑΕΕ) όσο και στην κατάργηση της προσωπικής διαφοράς των κύριων συντάξεων (η διαφορά μεταξύ επανυπολογισθείσας και καταβαλλομένης σύνταξης – Αν αυτή η διαφορά είναι αρνητική, δηλ. αν η επανυπολογισθείσα σύνταξη είναι χαμηλότερη από την καταβαλλόμενη, τότε θα περικοπεί).
Ένα ποσό της τάξεως περίπου των 230 εκ. € θα εξοικονομηθεί από τη συρρίκνωση των επικουρικών συντάξεων, ενώ το πάγωμα των συνταξιοδοτικών αποδοχών έως το 2022, δηλαδή η μη αύξησή τους ανεξαρτήτως της πορείας του ΑΕΠ και του πληθωρισμού, θα έχει μειωμένη αποδοτικότητα. (Παράρτημα: ΙΙ. Επικαιροποιημένες αποδόσεις παρεμβάσεων – έσοδα αποκρατικοποιήσεων ΜΠΔΣ 2018-2021)
Ωστόσο, στο Πολυνομοσχέδιο περιλαμβάνονται κίνητρα τόνωσης της απασχόλησης κυρίως μέσω της έκπτωσης των εργοδοτικών εισφορών από τα ακαθάριστα έσοδα των φυσικών προσώπων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, αναφορικά με τη δημιουργία νέων θέσεων εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης. Οι εν λόγω εισφορές θα εκπίπτουν, προσαυξημένες κατά ποσοστό 50% και μέχρι το 14πλάσιο του κατώτατου μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών ανά θέση εργασίας, εφόσον προκύπτει αθροιστικά:
α) αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων κατά το οικείο έτος πρόσληψης σε σχέση με τον μέσο όρο του προηγούμενου έτους και
β) αύξηση της μισθολογικής δαπάνης κατά το οικείο έτος πρόσληψης σε σχέση με αυτήν του προηγούμενου έτους (άρθρο 116)
2. Φορολογικό
Στα φορολογικά μέτρα, δεν υπάρχει κάποια διαφοροποίηση σε σχέση με τα όσα είχαν προϋπολογιστεί στο περυσινό ΜΠΔΣ, με την βασικότερη επιβάρυνση για μισθωτούς και συνταξιούχους να προέρχεται από τη μείωση της έκπτωσης φόρου από τα 1.900 € στα 1.250 €, η οποία στην πράξη ισοδυναμεί με μείωση του αφορολόγητου ορίου από τα σημερινά επίπεδα των 8.636 € στα 5.681 € (από 1/1/2020). Η δημοσιονομική απόδοση του μειωμένου αφορολόγητου συνεπάγεται μία άνοδο του φόρου εισοδήματος κατά 1,92 δις € στη διάρκεια του 2020.
Προκειμένου να περιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και τις συνεπαγόμενες παρενέργειες στην καταναλωτική δαπάνη, οι διατάξεις του Μεσοπρόθεσμου περιγράφουν ένα πλέγμα θετικών αντιμέτρων, με κυριότερα όλων:
Την υπαγωγή στο ειδικό καθεστώς της απαλλαγής από το ΦΠΑ των μικρών επιχειρήσεων (με τζίρο έως 10.000 €) και όσων κάνουν για πρώτη φορά έναρξη εργασιών. Επίσης παύει να είναι υποχρεωτική η διετής παραμονή στο καθεστώς των απαλλασσόμενων επιχειρήσεων και οι υποκείμενοι μπορούν να μεταταχθούν στο κανονικό καθεστώς από το επόμενο έτος (Άρθρο 111).
Δεν λαμβάνονται υπόψιν για τον προσδιορισμό του ορίου υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ, οι μεταβιβάσεις παγίων και οι απαλλασσόμενες πράξεις χωρίς δικαίωμα έκπτωσης (Άρθρο 111).
Μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 209 εκ. € από το 2020, του φορολογικού συντελεστή φυσικών προσώπων από το 22% στο 20% (ετήσιο κόστος 877 εκ. €), καθώς και του φορολογικού συντελεστή από 29% σε 26% για τις επιχειρήσεις (κόστος 461 εκ. €) τον πρώτο χρόνο εφαρμογής. Τα συγκεκριμένα μέτρα ελάφρυνσης δεν ορίζονται σαφώς στο κατατεθέν Πολυνομοσχέδιο – ΜΠΔΣ αλλά αντιθέτως προβλέπονται στο Ν. 4472/2017 και αποτελούν μέρος των φορολογικών αντιμέτρων.
Απώτερος στόχος των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, σύμφωνα με το ΜΠΔΣ, είναι η δημιουργία δημοσιονομικού “χώρου”, με στόχο να διατεθούν το 2019 700 εκ. € αποκλειστικά για μειώσεις φόρων, ενώ το 2020 το υπερπλεόνασμα θα δοθεί κατά 75% σε φοροελαφρύνσεις και το εναπομένον 25% σε κοινωνικές δαπάνες.
Εντούτοις, πρέπει να γίνει κατανοητό πως το “στράγγισμα” της οικονομίας προκειμένου να επιτευχθούν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία μάλιστα υπερβαίνουν τους στόχους των Μνημονίων, λειτουργούν ανασταλτικά στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως όσο διευρύνεται ο δημοσιονομικός “χώρος” τόσο μειώνεται ο ρυθμός αύξησης του παραγόμενου εγχώριου προϊόντος.
3. Εξωδικαστικός Μηχανισμός (άρθρα 45 – 55)
Αλλαγές προβλέπονται στο ΜΠΔΣ 2019-2022 και για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης επιχειρηματικών οφειλών. Ειδικότερα, οι σημαντικότερες εξ’ αυτών συνοψίζονται ως εξής:
Επιτρέπεται η υπαγωγή στον εξωδικαστικό μηχανισμό οφειλών προς το Δημόσιο, οφειλών υπέρ τρίτων που εισπράττονται από τη φορολογική διοίκηση και έχουν βεβαιωθεί έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, καθώς και οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία οι οποίες γεννήθηκαν έως την 31η Δεκεμβρίου 2017 και θα βεβαιωθούν μέχρι τις 31η Δεκεμβρίου 2018.
Επίσης, θα επιτρέπεται η υπαγωγή και οφειλών προς τράπεζες που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2017. Στην περίπτωση που, πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω νομοθετικών αλλαγών, η διαδικασία περατώθηκε χωρίς να υπάρξει συμβιβασμός, ο οφειλέτης μπορεί να επανυποβάλει αίτηση υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό εφόσον έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές που γεννήθηκαν ή βεβαιώθηκαν εντός του 2017.
Μετά μάλιστα την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης, θα δίνεται η δυνατότητα οφειλέτες με εκκρεμείς αιτήσεις να ζητούν τη διαγραφή των αιτήσεων αυτών και να τις επανυποβάλλουν, προκειμένου να συμπεριλάβουν στη ρύθμιση και οφειλές του 2017.
Οι ομόρρυθμοι εταίροι ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας μπορούν να ζητήσουν τη ρύθμιση και του συνόλου των δικών τους οφειλών, ακόμη και αν έχουν ήδη υποβάλει αίτηση εκκρεμή ή περατωθείσα.
Θα συμμετέχουν πλέον στη διαδικασία διαπραγμάτευσης του εξωδικαστικού και θα δεσμεύονται και από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης των οφειλών και μικροπιστωτές, με απαιτήσεις μικρότερες του 1,5% του συνόλου έκαστος αλλά που αθροιζόμενες υπερβαίνουν το 15% του συνολικού χρέους ή το ποσό των 20.000.000 €.
Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις και για οφειλές κάτω των 20.000€.
Αυξάνεται στις 90 ημέρες από 70 σήμερα η διάρκεια της αναστολής αναγκαστικών μέτρων εκτέλεσης.
Παρά τις βελτιώσεις στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό ρύθμισης επιχειρηματικών οφειλών, με πρώτη και κύρια την διεύρυνσή του ώστε να περιλαμβάνει τις οφειλές μέχρι τέλους του 2017, συνεχίζουν να υφίστανται σημεία/διαδικασίες και αγκυλώσεις, οι οποίες αποτρέπουν τους ενδιαφερόμενους από τη μαζικότερη ένταξη στον Νόμο.
Ειδικότερα αποτελεί άμεση ανάγκη η απλούστευση των διαδικασιών που απαιτούνται/προβλέπονται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και οι οποίες την καθιστούν ιδιαίτερα δύσχρηστη και προβληματική στους χρήστες, ιδίως εκείνους που δεν διαθέτουν την απαιτούμενη εξοικείωση. Ταυτόχρονα, ο μη σαφής καθορισμός των υποχρεώσεων της επιχείρησης, εξαιτίας του ανεπαρκούς προσδιορισμού αυτών από τους πιστωτές της, κυρίως τους προμηθευτές/ιδιώτες, προκαλεί σύγχυση και παρανοήσεις, παράγοντες που κωλυσιεργούν την επιτυχή διευθέτηση των υποθέσεων.
Τέλος, παρά την πρόθεση μείωσης των απαιτούμενων γραφειοκρατικών διαδικασιών (έγγραφα) όπως αυτή περιγράφεται στην αιτιολογική έκθεση του Πολυνομοσχεδίου, στις διατάξεις του ΜΠΔΣ 2019 – 2022 δεν υπάρχει σχετική σαφής αναφορά/εξειδίκευση, με αποτέλεσμα η υλοποίηση των συγκεκριμένων κατευθύνσεων να παραπέμπεται στο μέλλον.
4. Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά/Ν. Κατσέλη (άρθρα 56 – 68)
Ως προς τον νόμο Κατσέλη (Ν. 3869/2010) οι κυριότερες αλλαγές που επέρχονται και αφορούν μάλιστα και εκκρεμείς αιτήσεις και οι οποίες διακρίνονται από πρόθεση αυστηροποίησης του θεσμικού πλαισίου, είναι οι ακόλουθες:
– Άρση τραπεζικού απορρήτου των οφειλετών,
– Μη αυτόματη αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει παραιτηθεί δύο φορές από αίτηση υπαγωγής στον νόμο και υποβάλλει νέα για τρίτη φορά,
– Δυνατότητα ανάκλησης αναστολής καταδιωκτικών μέτρων σε περίπτωση συστηματικής καθυστέρησης των δόσεων ακόμη και αν είναι λιγότερες από τρεις,
– Απαγόρευση υποβολής νέας αίτησης από τον οφειλέτη εάν ο λόγος απόρριψης της πρώτης ήταν ο δόλος.
Στις ευνοϊκές διατάξεις συγκαταλέγονται τα εξής:
– Δυνατότητα προστασίας της α΄ κατοικίας με βάση την εμπορική και όχι την αντικειμενική αξία της,
– Η αδυναμία πληρωμής από κληρονόμους υπερχρεωμένων ακινήτων δεν θα θεωρείται de facto ότι υποκρύπτει δόλο και
– Έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης για την επιδότηση των δόσεων από το Δημόσιο, ρύθμιση η οποία είχε ψηφισθεί από το 2015 αλλά δεν έχει εφαρμοσθεί.
Οι νέες διατάξεις για την προστασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών διακρίνονται αφενός για την τάση αυστηροποίησης του υφιστάμενου καθεστώτος για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, οι οποίοι επί σειρά ετών εκμεταλλευόντουσαν τις ευεργετικές προβλέψεις του Νόμου και αφετέρου από την πραγματική βούληση παροχής βοήθειας σε εκείνα τα φυσικά πρόσωπα που αποδεδειγμένα αντιμετωπίζουν πρόβλημα διατήρησης της πρώτης κατοικίας τους.
5. Πώληση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων σε funds (άρθρο 69)
Αίρεται η υποχρέωση των τραπεζών να ενημερώνουν μέσα σε 12 μήνες τους οφειλέτες και τους εγγυητές μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, πριν την πώληση στα funds. Ταυτόχρονα αίρεται και η δυνατότητα που παρέχεται, από το ισχύον καθεστώς, στους οφειλέτες να διακανονίσουν τις οφειλές τους σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών.
Το συγκεκριμένο μέτρο, δηλαδή πώληση του δανείου χωρίς πρότερη ενημέρωση, ίσχυε μόνο για τους μη συνεργάσιμους οφειλέτες. Πλέον το μέτρο επεκτείνεται και στα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια, ενώ εκτός του μέτρου μένουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των φυσικών προσώπων.
Επίσης η ενημέρωση των οφειλετών και των εγγυητών μπορεί να γίνει και με email πιθανότατα και με sms.
Η συγκεκριμένη πρόβλεψη, η οποία επιδιώκει να απλουστεύσει το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο δραστηριοποίησης των τραπεζών, δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό την προσπάθεια των επιχειρήσεων για επιβίωση. Η λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων θα πρέπει να γίνεται πλέον χωρίς την απαραίτητη ενημέρωση για τους πραγματικούς πιστωτές της επιχείρησης, τουλάχιστον όσον αφορά στη λήψη επιχειρηματικού δανείου.
6. Δημόσιο Χρέος – Αποκρατικοποιήσεις – ΠΔΕ
Δημόσιο Χρέος
Σύμφωνα με τους σχετικούς πίνακες του Μεσοπρόθεσμου, το δημόσιο χρέος διαμορφώνεται σε 335 δις € εφέτος (183,1% του ΑΕΠ), σε 323,3 δις € το 2019 (170,4% του ΑΕΠ), σε 318,3 δις € το 2020 (161,4% του ΑΕΠ), σε 313,3 δις € το 2021 (153,1% του ΑΕΠ) και σε 318,7 δις € το 2022 (150,3% του ΑΕΠ).
Αποκρατικοποιήσεις – ΤΑΪΠΕΔ
Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, την περίοδο 2018- 2022 προβλέπονται συνολικά έσοδα ύψους 3,955 δις € από το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων του ΤΑΪΠΕΔ, τα οποία κατανέμονται σε 2,031 δις € φέτος, σε 1,204 δις € το 2019, σε 238 εκ. € το 2020, σε 212 εκ. € το 2021 και σε 270 εκ. ευρώ το 2022.
Πρόγραμμα Δημοσιών Επενδύσεων (ΠΔΕ)
Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, για το 2018 προβλέπεται η υλοποίηση έργων που αντιστοιχούν σε πόρους συνολικού ύψους 6,75 δις €. Από αυτά, ποσό ύψους 5,75 δις € αφορά σε συγχρηματοδοτούμενα έργα (αναλυτικότερα περίπου 4,06 δις € αναμένεται να διατεθούν για την έναρξη και υλοποίηση έργων του ΕΣΠΑ 2014- 2020, ενώ περίπου 1,69 δις € θα διατεθεί για λοιπά συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα).
Τέλος, ποσό ύψους 1 δις € θα διατεθεί για την υλοποίηση έργων χρηματοδοτούμενων από αμιγώς εθνικούς πόρους. Για την περίοδο 2019 – 2022, οι διαθέσιμοι πόροι, ώστε να επιτευχθούν οι αναπτυξιακοί στόχοι και ταυτόχρονα να ικανοποιηθούν οι πολιτικές και νομικές δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί, ανέρχονται συνολικά σε 29,2 δις €.