«Tο βασικό πολιτικό ερώτημα είναι το εάν η κυβέρνηση της επόμενης μέρας θα είναι μία κυβέρνηση που θα υπερασπιστεί τις συλλογικές συμβάσεις, που θα προχωρήσει στη δημόσια διοίκηση με το μέτρο της μίας αποχώρησης προς μία πρόσληψη, που θα αυξήσει τον κατώτατο μισθό ή όχι.
Και η Νέα Δημοκρατία έχει τοποθετηθεί στον αντίποδα όλων αυτών» τόνισε, μεταξύ άλλων, ο υφυπουργός Εργασίας Νάσος Ηλιόπουλος, σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό «NEWS 24/7».
Ο κ. Ηλιόπουλος σημείωσε ότι, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μία σαφέστατη αποκλιμάκωση των ποσοστών της αδήλωτης εργασίας. «Το 2014, στους κλάδους υψηλής παραβατικότητας βρισκόταν στο 20%, ενώ, αυτήν τη στιγμή, με βάση τα τελευταία στοιχεία, διαμορφώνεται στο 12%, ενώ μπορεί να προσεγγίσει ακόμα και το 10%» υπογράμμισε.
Παράλληλα, τόνισε: «βλέπουμε και έναν μετασχηματισμό της παραβατικότητας ως προς την υποδηλωμένη εργασία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις τράπεζες, οι οποίες, με βάση τα ελεγκτικά στοιχεία, διεκδικούν επάξια τα πρωτεία».
Όπως είπε, «με τον τελευταίο νόμο, μπορούμε να προχωρήσουμε και σε αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης που παρουσιάζει διαρκώς παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας και όχι απλά χρηματικό πρόστιμο. Ήδη, έχουν υπάρξει τραπεζικά καταστήματα που έχουν κλείσει, μετά από έλεγχο και αντίστοιχη παραβίαση».
Ο υφυπουργός Εργασίας ανέφερε ότι, επί της αρχής, η θέση περί καθορισμού του κατώτατου μισθού από τον κοινωνικό διάλογο είναι σωστή, ακριβώς και γι’ αυτό η κυβέρνηση προωθεί τη συνταγματική κατοχύρωση της συγκεκριμένης θέσης.
«Τη συγκεκριμένη, όμως, χρονική στιγμή και, ενώ είναι εκπεφρασμένη η θέση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε αύξηση του κατώτατου μισθού και κατάργηση του υποκατώτατου, το γεγονός ότι η ΓΣΕΕ επιλέγει να μην συμμετέχει σε αυτόν το διάλογο είναι ένα στρατηγικό λάθος, το οποίο δυστυχώς βοηθάει στην περαιτέρω απαξίωση των συνδικάτων. Η απαξίωση των συνδικάτων, όμως, είναι και ένα βαθύ πρόβλημα για την ίδια τη Δημοκρατία» σχολίασε ο υφυπουργός Εργασίας.
Ο κ. Ηλιόπουλος υπογράμμισε ότι, σε αντίθεση με τη Νέα Δημοκρατία, η οποία προσεγγίζει το θέμα της ασφάλειας μόνο ως ζήτημα αστυνόμευσης, «εμείς θεωρούμε πως για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, ασφάλεια σημαίνει και δωρεάν πρόσβαση στα δημόσια νοσοκομεία, σημαίνει ότι θα πληρωθείς στην ώρα σου, ασφάλεια σημαίνει και καταπολέμηση της ανεργίας.
Όλα αυτά τα κομμάτια αποτελούν κομμάτια της ασφάλειας, την ίδια στιγμή που το παλαιό κομματικό σύστημα δείχνει ανοχή στην ανομία που μπορεί να αφορά χώρους εργασίας».
Τέλος, τόνισε ότι, «όταν χθες έγινε γνωστή άλλη μία δολοφονία ενός μετανάστη εργάτη από έναν, απ’ ό,τι φαίνεται, μέχρι στιγμής, ανοιχτά υποστηρικτή της Χρυσής Αυγής στη Λευκίμμη της Κέρκυρας και ένας πολιτικός χώρος δεν βρίσκει κάτι να πει γι’ αυτό, είναι κάτι που δείχνει τις πολιτικές κατευθύνσεις του καθενός» και συμπλήρωσε ότι «αυτό που εμένα ανησυχεί, αλλά και συνολικά όλους τους δημοκρατικούς πολίτες, είναι ότι υπάρχει μία σειρά από μετασχηματισμούς στο πολιτικό σύστημα είτε με τη Νέα Δημοκρατία, που από ένα φιλελεύθερο κεντροδεξιό κόμμα, κατέληξε να συνομιλεί ανοιχτά με την άκρα δεξιά εδώ και αρκετό καιρό είτε συνολικά με τους μετασχηματισμούς που υφίσταται το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα σε μία αντίστοιχη κατεύθυνση, με χαρακτηριστικά τα παραδείγματα Αυστρίας και Ουγγαρίας. Την ίδια στιγμή, και η ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ. επιλέγει σε κεντρικό επίπεδο να συνεχίσει την αποτυχημένη συνταγή της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου».