Η παρέλευση ή μη δεκαετίας από τον χαρακτηρισμό οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία ως «ανεπίδεκτων είσπραξης» αποτελεί ορόσημο για το ολικό κούρεμά τους.

Αυτό καθιστά σαφές η εγκύκλιος την οποία εξέδωσε χθες το Κέντρο Είσπραξης Ανεξόφλητων Οφειλών (ΚΕΑΟ) σχετικά με χαρακτηρισμό ασφαλιστικών οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, τη λήψη πληροφοριών από τρίτους φορείς και υπηρεσίες και τη διαγραφή οφειλών.

Κατ’ αρχάς για να προχωρήσει το ΚΕΑΟ σε διαγραφή μίας οφειλής προς τα ταμεία, θα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «ανεπίδεκτη είσπραξης» με βάση ορισμένες προϋποθέσεις.

Πιο αναλυτικά, για να χαρακτηριστεί μια οφειλή ως ανεπίδεκτη είσπραξης πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:

• Να έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων, χωρίς αποτέλεσμα. Πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και να μην έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή των υπευθύνων της επιχείρησης, ή να διαπιστώθηκε η με οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη, ο έλεγχος της πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας, εφόσον πρόκειται για πτωχό ή ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, εφόσον πρόκειται για οφειλέτη υπό καθεστώς εκκαθάρισης.

• Να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή κατασχέσεων για το σύνολο της οφειλής εις χείρας όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων, κατασχέσεων όλων των κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων που εντοπίστηκαν στην κυριότητα του οφειλέτη κλπ.

• Να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος των υπεύθυνων φυσικών προσώπων κατά τις ισχύουσες διατάξεις ή να μην είναι δυνατή η άσκησή της.

Η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών πιστοποιείται με ειδικά αιτιολογημένη έκθεση.

Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της.

Παράλληλα, δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Ταμείου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό. Εξάλλου, δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί των παραπάνω προσώπων.

Το ΚΕΑΟ και οι αρμόδιες υπηρεσίες κάθε φορέα διατηρούν ακέραιο το δικαίωμά τους για την είσπραξη ή συμψηφισμό της οφειλής και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.

Οφειλή που έχει καταχωρισθεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της, είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.

Προβλέπεται, όμως, η διαγραφή ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, για όσες οφειλές έχουν χαρακτηρισθεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης.

Μετά την παρέλευση 10ετίας, κάθε οφειλή που έχει χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης διαγράφεται μετά την παρέλευση 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης. Πριν από την παρέλευση 10ετίας, μπορούν να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν πριν από την παρέλευση της δεκαετίας εάν:

– έχουν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες ενέργειες για τον χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης

– έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή κατόπιν αξιοποίησης πληροφοριών και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων

– έχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών εφόσον προβλέπεται, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

Μπορεί, όμως, και οφειλές που δεν έχουν χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτες είσπραξης να διαγραφούν.

Διαγραφή οφειλών προς τον ΕΦΚΑ, που δεν έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης, είναι δυνατή, εφόσον εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες:

– οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά

– όταν το ποσό της κύριας οφειλής από εισφορές κατά οφειλέτη δεν υπερβαίνει τα 50 ευρώ και δεν έχει επιτευχθεί η είσπραξή του μέσα σε δέκα έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε

– όταν το ποσό της συνολικής οφειλής από οποιαδήποτε αιτία δεν υπερβαίνει τα 100 ευρώ και δεν έχει επιτευχθεί η είσπραξή της μέσα σε δέκα έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε.

Επιπλέον, προβλέπεται η δυνατότητα εκκαθάρισης του χαρτοφυλακίου του φορέα με τη διαγραφή κύριων οφειλών που έχουν γεννηθεί πριν από το 1993 ύψους μέχρι 200 ευρώ ανά οφειλέτη υπό τον όρο ότι δεν υφίστανται άλλες κύριες οφειλές του ίδιου νομικού ή φυσικού προσώπου.