«Συνωστισμός» οφειλετών στεγαστικών δανείων στην «ευρύχωρη» αγκαλιά του Νόμου Κατσέλη παρατηρείται με βάση τον αριθμό των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί, αλλά και όσων ήδη έχουν εγκριθεί από τα δικαστήρια. Την ίδια στιγμή, παρατηρείται φαινόμενο κατακόρυφης αύξησης των συμβιβασμών, αφού οι «πονηροί» δανειολήπτες δεν θέλουν με τίποτα την άρση του απορρήτου, που πλέον προβλέπει η διαδικασία, που οδηγεί στην αποκάλυψη ότι έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσουν το δάνειό τους, αλλά ζητούν την προστασία του Νόμου Κατσέλη.

π.χ. εάν το υπόλοιπο του δανείου είναι 120.000 ευρώ και η αξία του ακινήτου είναι 100.000 ευρώ οι τράπεζες μπορούν να εξετάσουν κούρεμα οφειλήςΈνα άλλο κρίσιμο ζήτημα που κρίνει τις εξελίξεις είναι το «ταβάνι» της αξίας του ακινήτου, που δεσμεύεται έναντι της δανειακής οφειλής.

Επί της αρχής οι τράπεζες θεωρούν εύλογο να δοθεί προστασία σε κατοικίες εμπορικής αξίας έως 100.000 ευρώ. Από εκεί και πάνω έχουν διατυπώσει την άποψη ότι πρέπει οι παρεμβάσεις να είναι ελεύθερες.

Πρόκειται για 135.000 δανειολήπτες, των οποίων η εκδίκαση της αίτησης εκκρεμεί, ενώ άλλοι περίπου 60.000 είναι αυτοί των οποίων η αίτηση έχει εκδικαστεί και απολαμβάνουν ήδη την προστασία του νόμου, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των προστατευόμενων οφειλετών περίπου στις 200.000 και το ύψος των χρεών που έχουν ή τα οποία αναμένεται να ρυθμιστούν στα 17 δισ. ευρώ.

Αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία για τις υποθέσεις που ματαιώθηκαν, αλλά και για αυτές που έληξαν με συμβιβασμό κατόπιν παραίτησης του αιτούντος

Τα επίσημα στοιχεία από τα ειρηνοδικεία που δημοσίευσε η «Κ» επιβεβαιώνουν τις αρχικές εκτιμήσεις των τραπεζών, που έκαναν λόγο για υπερδιπλασιασμό των αιτήσεων τους τελευταίους μήνες του έτους, ενόψει της κατάργησης της προστασίας για την πρώτη κατοικία, με βάση τα υψηλά όρια που προβλέπει σήμερα ο νόμος και τα οποία καλύπτουν ακίνητα εμπορικής αξίας 280.000 ευρώ που χρησιμοποιούνται ως πρώτη κατοικία από πενταμελή οικογένεια.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο αριθμός των νέων αιτήσεων υπερδιπλασιάστηκε στη μεταμνημονιακή εποχή και το τελευταίο τρίμηνο του 2018 ανήλθε σε 12.500 έναντι 5.365 το τρίτο τρίμηνο και 6.435 το δεύτερο τρίμηνο, σαφή ένδειξη ότι πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να προλάβουν το ευνοϊκό καθεστώς του νόμου, που έληγε στα τέλη του 2018 και το οποίο με κυβερνητική παρέμβαση έλαβε δίμηνη παράταση μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου.

Αποκαλυπτικά, την ίδια στιγμή, είναι και τα στοιχεία για τις υποθέσεις που το ίδιο διάστημα ματαιώθηκαν, αλλά και για αυτές που έληξαν με συμβιβασμό κατόπιν παραίτησης του αιτούντος, οι οποίες αυξήθηκαν κατακόρυφα το τελευταίο τρίμηνο του 2018.

Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις των τραπεζών ότι ο νόμος Κατσέλη λειτούργησε επί σειρά ετών ως καταφύγιο για μερίδα δανειοληπτών που ανήκουν στην κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των υποθέσεων που ματαιώθηκαν στο δικαστήριο εκτοξεύθηκε από 268 το τρίτο τρίμηνο και 1.200 το δεύτερο τρίμηνο στις 3.200 την περίοδο Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2018, ενώ οι συμβιβασμοί και οι παραιτήσεις αυξήθηκαν από 360 και 1.384 το τρίτο και το δεύτερο τρίμηνο στις 2.000 το τελευταίο τρίμηνο του 2018.

Αιτία, σύμφωνα με ασφαλείς εκτιμήσεις, ήταν η άρση του απορρήτου που θεσμοθετήθηκε ύστερα από επιμονή των τραπεζών για όσους έχουν προσφύγει στον νόμο Κατσέλη από τις 15 Σεπτεμβρίου και μετά. Η αλλαγή αυτή υποχρέωσε σημαντικό αριθμό αιτούντων, που είχαν προφανώς λόγους να μη δεχθούν την άρση του απορρήτου τους, να παραιτηθούν της προστασίας και να διευθετήσουν τις υποχρεώσεις τους με την τράπεζα, ρυθμίζοντας εξωδικαστικά το χρέος τους.

Τα στοιχεία αυτά, που επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις των τραπεζών ότι ο νόμος Κατσέλη λειτούργησε επί σειρά ετών ως καταφύγιο για μερίδα δανειοληπτών που ανήκουν στην κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών, είναι ιδιαίτερα σημαντικά ενόψει των διαπραγματεύσεων μεταξύ κυβέρνησης, τραπεζών και θεσμών για το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, που θα τεθεί σε εφαρμογή από την 1η Μαρτίου.

Η προστασία επιδιώκεται να παρέχεται πλέον εξωδικαστικά, μέσω ειδικής πλατφόρμας που θα δημιουργηθεί στην Ειδική Γραμματεία Ιδιωτικού Χρέους και θα συνδυαστεί με τη δυνατότητα επιδότησης από την πλευρά του Δημοσίου για ακίνητα συγκεκριμένης αξίας που ανήκουν σε δανειολήπτες με συγκεκριμένο ύψος εισοδήματος.

Επίμαχο σημείο της διαπραγμάτευσης είναι η αξία της κατοικίας που θα προστατεύεται, με την κυβέρνηση να προτείνει τη διατήρηση του ορίου υψηλά και συγκεκριμένα στις 250.000 ευρώ.

Κρίσιμη η αξία του ακινήτου που θα προστατεύεται

Η αξία του ακινήτου που θα προστατεύεται αποτελεί επίμαχο θέμα της διαπραγμάτευσης κυβέρνησης και τραπεζών και κόκκινη γραμμή για τις τελευταίες, στον βαθμό που συνδεθεί με την υποχρέωση «κουρέματος». Σύμφωνα με τις τράπεζες, «κούρεμα» του δανείου θα μπορεί να υπάρχει μόνο εάν η αξία του ακινήτου είναι μικρότερη από το υπολειπόμενο δάνειο.

Η θέση αυτή τεκμηριώνεται από τη σχέση δάνειο προς αξία ακινήτου, στην τραπεζική ορολογία (loan to value – LTV), με βάση την οποία πιθανό «κούρεμα» θα υπάρχει μόνο όταν η σχέση της αξίας του δανείου προς την αξία ακινήτου είναι μεγαλύτερη του 100%, δηλαδή π.χ. εάν το υπόλοιπο του δανείου είναι 120.000 ευρώ και η αξία του ακινήτου είναι 100.000 ευρώ.

Επί της αρχής άλλωστε οι τράπεζες θεωρούν εύλογο να δοθεί προστασία σε κατοικίες εμπορικής αξίας έως 100.000 ευρώ, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους το όριο αυτό καλύπτει το 60% έως 70% των στεγαστικών δανείων ανάλογα με την τράπεζα.

Σε κάθε περίπτωση, το στοιχείο που θα κρίνει την έκβαση διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς και φυσικά με τις τράπεζες δεν είναι άλλο από το κόστος της λύσης, δηλαδή το ποσό που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση για την επιδότηση της πρώτης κατοικίας.

Το διαθέσιμο ποσό από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών είναι τα 160 εκατ. ευρώ που έχουν εγγραφεί φέτος στον προϋπολογισμό και άλλα 200 εκατ. ευρώ που έχουν προϋπολογιστεί για το 2020.

Το κονδύλι αυτό θα καθορίσει τις προσεχείς ημέρες και την περίμετρο των δανείων που θα προκύψει και τα οποία θα επιδοτηθούν στο πλαίσιο των αποφάσεων για την προστασία της πρώτης κατοικίας.

Το εισόδημα του οφειλέτη είναι το δεύτερο βασικό κριτήριο που θα κρίνει τόσο το ενδεχόμενο «κούρεμα» που θα αποφασίσουν οι τράπεζες (αφού προηγουμένως διασφαλιστεί ότι το LTV είναι μεγαλύτερο του 100%) όπως επίσης και την επιδότηση που θα παράσχει η κυβέρνηση.