Aν και υπάρχουν πολλά θετικά για την Ελλάδα μετά τη συμφωνία του Eurgoroup, ωστόσο οι προκλήσεις παραμένουν πολλές. Το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, το βουνό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, η υποτονική πιστωτική ανάπτυξη, οι αδύναμες επιδόσεις στο μέτωπο της εκπαίδευσης αποτελούν εμπόδια στην ανάπτυξη.
Μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης στις 20 Αυγούστου 2018, η Ελλάδα θα πρέπει να τα βγάλει πέρα χωρίς νέα δάνεια από τους επίσημους δανειστές και να προσελκύει χρήματα αποκλειστικά από ιδιωτικές πηγές, σημειώνει η Berenberg σε νέα ανάλυσή της.
Θα μπορεί να αντιγράψει τα success stories των άλλων χωρών που βγήκαν από τα προγράμματα; Η τράπεζα βλέπει έξι λόγους αισιοδοξίας αλλά και πολλές προκλήσεις.
Στα θετικά, η Ελλάδα έχει:
(1) υλοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμιστικές,
(2) εξισορροπήσει τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών,
(3) βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της,
(4) βελτιώσει την αγορά εργασίας της
(5), δει τις αποδόσεις των ομολόγων της να υποχωρούν και
(6) εξασφαλίσει περισσότερους πόρους της ΕΕ για τη στήριξη των επενδύσεων.
Ωστόσο, το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, το βουνό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, οι αδύναμες επιδόσεις στον μέτωπο της εκπαίδευσης καθώς και το μεταναστευτικό, αποτελούν τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις της Ελλάδας.
Πάντως, όπως επισημαίνει η Berenberg, οι προοπτικές της ανάπτυξης είναι θετικές εάν η Ελλάδα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις: η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία απόλαυσαν σημαντική οικονομική επέκταση αμέσως μετά το τέλος της διάσωσής τους.
Αν η Ελλάδα συνεχίσει τις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες και κάνει τους φορολογικούς της συντελεστές πιο ανταγωνιστικούς, θα μπορούσε να γίνει ηγέτης ανάπτυξης στην Ευρωζώνη. Η Berenberg εκτιμά ότι το AΕΠ, σε αυτή την περίπτωση, θα αυξηθεί κατά 2,0% το 2018, 2,2% το 2019 και 2,4% το 2020.
Ωστόσο, το περιθώριο για λάθη υπάρχει: η Ελλάδα ήταν ήδη στον δρόμο προς την ανάκαμψη το 2014. Ωστόσο, μια σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Γιάνη Βαρουφάκη ως υπουργό Οικονομικών και των δανειστών, διέλυσε το μεγαλύτερο μέρος της προόδου που είχε επιτευχθεί για να επιστρέψει στον δρόμο της ανάκαμψης τρία χρόνια μετά.
Για να αποφύγει την επανάληψη αυτής της επώδυνης κατάστασης, η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει πιστά τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων.
Πόσο βοηθά η ελάφρυνση του χρέους; Κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου, η ευρωζώνη υποσχέθηκε στην Ελλάδα μια σημαντική ελάφρυνση του χρέους, η οποία θα μειώσει το εκτιμώμενο χρέος / ΑΕΠ από 127% σε 97% το 2060, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ελλάδα θα επωφεληθεί από μια δεκαετή επέκταση για περίπου το ένα τρίτο των εκκρεμών δανείων και μία μεγαλύτερη περίοδο χάριτος για την καταβολή τόκων. Αυτό θα διατηρήσει το επιτοκιακό κόστος διαχειρίσιμο.
Επίσης, η Ελλάδα θα παραμείνει υπό στενή εποπτεία από τους επίσημους δανειστές και θα λαμβάνουν παροχές οι οποίες θα εξαρτώνται από τις περαιτέρω μεταρρυθμίσεις. Αυτό μειώνει την πιθανότητα οι ελληνικές πολιτικές να ξεφύγουν από την οδό των συμφωνηθέντων.
Οι επίσημοι δανειστές ενέκριναν επίσης την αποδέσμευση κεφαλαίων από το πακέτο της τελευταίας διάσωσης έτσι ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να δημιουργήσει ένα μεγάλο δημόσιο αποθεματικό ρευστότητας.
Ωστόσο, η υποτονική πιστωτική ανάπτυξη στην Ελλάδα, μειώνει την επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Η ελληνική οικονομία πάσχει από έναν αδύναμο τραπεζικό τομέα λόγω του πολύ υψηλού ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αυτό εμποδίζει την ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης.
Ενώ η πιστωτική επέκταση αυξάνεται βαθμιαία σε ολόκληρη την περιοχή της ευρωζώνης και παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης σε χώρες που είχαν βρεθεί σε κρίση (π.χ. Πορτογαλία), στην Ελλάδα συνεχίζει να συρρικνώνεται.
Επίσης, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη αν και βελτιώθηκε σημαντικά από τις αρχές του 2015, ωστόσο εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με τις άλλες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα, υποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα μπορεί να δυσκολευτεί να επιτύχει την ίδια ανάπτυξη όπως αυτές.
.
Για να αυξηθεί η τάση ανάπτυξης, θα πρέπει να υπάρξει μείωση των φόρων εισοδήματος των εταιρειών. Άλλες χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία έχουν ήδη μειώσει τους εταιρικούς φόρους από το 2014/15 και 2015/16 αντίστοιχα.
Ενώ μια μείωση του ΦΠΑ θα αυξήσει την κατανάλωση βραχυπρόθεσμα, το οποίο είναι ευπρόσδεκτο σε μια περίοδο ύφεσης, η περικοπή των εταιρικών φόρων θα ενισχύσει την τάση της ανάπτυξης μακροπρόθεσμα. Η Ελλάδα θα δημιουργήσει πιθανώς ένα αυξανόμενο πλεόνασμα μετρητών τα επόμενα χρόνια, Θα ήταν καλό για τη χώρα να χρησιμοποιήσει κάποια από αυτά τα χρήματα για να χρηματοδοτήσει τις φορολογικές περικοπές αντί να αυξήσει τις κοινωνικές δαπάνες, σημειώνει η Berenberg.
Άλλο σημαντικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι η έλλειψη βελτίωσης στον τομέα της εκπαίδευσης καθώς και το brain drain. Η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού της συστήματος για να ωθήσει τις επιδόσεις των μαθητών της.
Επίσης από το 2011 πάνω από 650.000 Έλληνες ή το 6% του πληθυσμού εγκατέλειψαν τη χώρα. Ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 30 ετών στη χώρα μειώθηκε από 170.000 το 2011 σε μόλις 121.000 το 2017, μία μείωση κατά 28%.
Εάν η Ελλάδα διαχειριστεί μια ισχυρή και διαρκή ανάκαμψη, αυτοί οι εργαζόμενοι μπορεί να επιστρέψουν καταλήγει η τράπεζα.