Νέα «επίθεση» στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και ειδικά στον Ευκλείδη Τσακαλώτο εξαπολύει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, με αφορμή την κατάθεση του προϋπολογισμού για το 2018.
Ειδικότερα, για έναν προϋπολογισμό φοροκεντρικής λιτότητας κάνει λόγο η έκθεση επί του Σχεδίου Προϋπολογισμού του Κράτους για το 2018, την οποία έγραψε και ενέκρινε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή υπό τον κ. Λιαργκόβα.
Φέρνει παρενέργειες το «μέρισμα», γιατί τα υπερπλεονάσματα που το δημιουργούν τροφοδοτούνται από φόρους, εξηγεί.
Ασκεί οξεία κριτική στην κυβέρνηση για το σχέδιο προϋπολογισμού του 2018 και ζητεί αλλαγή δημοσιονομικών στόχων. Κάνει λόγο για κινδύνους μη επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων και καθιστά σαφές ότι είναι υπό αίρεση και ο στόχος για άνοδο 2,5% του ΑΕΠ.
Τι λέει για το μέρισμα
Αναλυτικά, η επιστημονική επιτροπή του Γραφείου εκφράζει την ανησυχία της για την επίμονη επιδίωξη υψηλότερων του στόχου (και των δεσμεύσεων της χώρας) πρωτογενών πλεονασμάτων. «Προφανώς συνεπάγονται υπερβολική λιτότητα και επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη» αναφέρει.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού εξηγεί ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα.
«Ας σημειωθεί ότι η όλη σχετική συζήτηση δεν υποκρύπτει τις αφανείς αναδιανεμητικές επιπτώσεις, μέσω του “κοινωνικού μερίσματος”. Μπορεί αυτές να είναι κατανοητές μπροστά στην πίεση που υφίσταται η κοινωνία, αλλά έχουν πιθανόν δυσμενείς παρενέργειες για την ανάπτυξη, αφού χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω φόρων. Σημειώνουμε τα πλεονάσματα που προκύπτουν από τη δημοσιονομική διαχείριση υπερβαίνουν τα πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν με την τρόικα» επισημαίνει.
Φοροκεντρικός
«Το Σχέδιο Προϋπολογισμού συνεχίζει τη φοροκεντρική προσαρμογή (λιτότητα)» αναφέρει. Προσθέτει ότι η κυβέρνηση «το 2018 συνεχίζει τη φοροκεντρική προσαρμογή για την επίτευξη του στόχου». Εξηγεί ότι «μολονότι τυχόν μειώσεις δαπανών αντί αυξήσεων φόρων θα ήταν πιθανόν περισσότερο υποστηρικτικές προς την ανάκαμψη, το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς)».
«Ο συνδυασμός λιτότητας και αδικίας μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας ενός προγράμματος προσαρμογής» επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Εξηγεί όμως και ότι «επηρεάζουν και τα διαπραγματευτικά περιθώρια της χώρας, επιτρέπουν στην κυβέρνηση να διοχετεύσει πόρους σε στόχους που έχουν για την ίδια πολιτική προτεραιότητα και οδηγούν στη δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων, ιδίως για τη μεταβατική περίοδο μετά τη λήξη του Μνημονίου».
Να ζητήσετε αναθεώρηση στόχων
Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα υπερπλεονάσματα. «Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η επίτευξη υψηλών (τουλάχιστον 3%, 4% ή 5% του ΑΕΠ) πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά έτη (5, 8 ή και 10 συνεχόμενα έτη) είναι ιστορικά δυνατή, αλλά αποτελεί εξαίρεση.
»Συνεχείς μειώσεις δαπανών και αυξήσεις φόρων μπορεί να οδηγήσουν στην επίτευξη ακόμα και πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων βραχυπρόθεσμα, αλλά ο αντίκτυπος στην πραγματική οικονομία μεσομακροπρόθεσμα είναι αρνητικός.
»Ειδικότερα, οι πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές κυρίως στην εργασία αλλά και στο κεφάλαιο και στην κατανάλωση οδηγούν σε σημαντικές στρεβλώσεις στην αγορά, δηλαδή σε μειωμένα κίνητρα για εργασία, κατανάλωση και επενδύσεις, αλλά και σε αύξηση της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής που με τη σειρά τους οδηγούν σε έναν φαύλο κύκλο μειωμένων ρυθμών ανάπτυξης και συνεπώς εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού» αναφέρει.
Συστήνει, μάλιστα, αλλαγή τακτικής. «Στο επόμενο διάστημα θα ήταν κρίσιμο να ενταχθεί στη γενικότερη συζήτηση η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική “διευθέτηση” του χρέους» σημειώνει.
Αναφέρει ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτόν, και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ. Επίσης, «η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει αν είναι σκόπιμο να υπερβαίνει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα».
Κάνει σαφές ότι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων «δεν θα είναι εύκολη, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι θα εισέλθουμε στο 2018 με τακτοποιημένες τις σχέσεις μας με τους θεσμούς».
Στο πεδίο των επενδύσεων επισημαίνει ότι «ειδικά για τις μελλοντικές δυσκολίες στις επενδύσεις, μας προβληματίζει το αμετάβλητο ύψος του ΠΔΕ το 2018 σε σχέση με το 2017».