Απαλλάσσονται από την αυτόφωρη διαδικασία οι Ελεγκτές του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας(ΣΕΠΕ), με το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Βουλή την περασμένη Δευτέρα, ενώ θωρακίζονται και έναντι περιπτώσεων παρεμπόδισης των ελέγχων του από εργοδότες κατά κύριο λόγο.
Ειδικότερα:
Εξαίρεση υπαλλήλων του ΣΕΠΕ και του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης από την αυτόφωρη διαδικασία
Με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ότι για τα αδικήματα που διώκονται κατ’ έγκληση και φέρεται ότι διαπράχθηκαν από υπαλλήλους του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) ή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ή με αφορμή την άσκησή τους, για τον έλεγχο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί σύλληψης του δράστη και τήρησης της αυτόφωρης διαδικασίας.
Κυρώσεις σε περίπτωση παρεμπόδισης ελέγχων του ΣΕΠΕ
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, επικαιροποιείται το υφιστάμενο πλαίσιο περί ποινικής ευθύνης όσων παρεμποδίζουν τη διενέργεια ελέγχων, ώστε στην αντικειμενική υπόσταση του τυποποιούμενου εγκλήματος να εμπίπτουν, όχι μόνο οι περιπτώσεις παρεμπόδισης της εισόδου των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων και οι περιπτώσεις άρνησης παροχής ή παροχής ψευδών πληροφοριών και στοιχείων, αλλά και όλες οι εν γένει συμπεριφορές που συνιστούν παρεμπόδιση του ελεγκτικού τους έργου.
Παράλληλα, και οι περιγραφόμενες εκεί ποινικά κολάσιμες πράξεις, ήτοι η παρεμπόδιση εισόδου των ελεγκτικών οργάνων του Υπουργείου και η άρνηση παροχής ή η παροχή ψευδών πληροφοριών ή στοιχείων, εντάσσονται σε μία ενιαία παράγραφο με την καθιέρωση ως ποινικά κολάσιμης της με οποιοδήποτε τρόπο παρεμπόδισης ή διακοπής της διενέργειας του ελέγχου.
Εργοδότης, διευθυντής επιχείρησης, εκπρόσωπος ή οποιοσδήποτε τρίτος παρεμποδίζει την είσοδο σε υπάλληλο του ΣΕΠΕ ή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που διενεργεί ή συμμετέχει σε έλεγχο για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας σε χώρους εργασίας, ή παρεμποδίζει ή διακόπτει με οποιοδήποτε τρόπο τη διενέργεια του ελέγχου ή αρνείται να παράσχει ή παρέχει ψευδή στοιχεία και πληροφορίες, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον 900 ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.