Τις προϋποθέσεις για την Επέκταση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), ώστε να αποφύγουμε τις παθογένειες του παρελθόντος, υπογραμμίζει ο Πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Θεόδωρος Φέσσας σε άρθρο του στο ΑΜΠΕ, που δημοσιεύεται σήμερα (Παρασκευή, 31/8/2018).
Ο κ. Φέσσας με αφορμή την εξαγγελία περί “επιστροφής” των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας, επισημαίνει ότι αυτή αφορά στην αναβίωση διαφόρων προβληματικών διατάξεων του παρελθόντος, όπως είναι η επέκταση ισχύος των συμβάσεων στο σύνολο των επιχειρήσεων του εκάστοτε κλάδου, δηλαδή και σε μη συμβαλλόμενα μέλη, και ξεκαθαρίζει ότι «συλλογικές συμβάσεις υπήρχαν πριν την κρίση, κατά τη διάρκειά της και, φυσικά, θα συνεχίσουν να υπάρχουν στο μέλλον».
Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, σήμερα, είναι σε ισχύ περισσότερες από 40 διεπιχειρησιακές συμβάσεις, (όπως π.χ. ΕΓΣΣΕ 2018, καπνοβιομηχανιών, τσιμεντοβιομηχανιών, τραπεζών, μεταλλείων – λιγνιτωρυχείων, ζαχαρωδών, ξενοδοχοϋπαλλήλων κ.α.), ενώ σε επιχειρησιακό επίπεδο είναι σε ισχύ περισσότερες από 500 συλλογικές συμβάσεις.
Ο Πρόεδρος του ΣΕΒ επισημαίνει ότι η πρακτική της συστηματικής επέκτασης ΣΣΕ (αλλά και αποφάσεων της υποχρεωτικής διαιτησίας, η οποία δεν είναι συμβατή με τους διεθνείς κανόνες των ελευθέρων συλλογικών διαπραγματεύσεων) με υπουργικές αποφάσεις, χωρίς καμία αξιολόγηση της αντιπροσωπευτικότητας του 51% των συμβαλλομένων μερών που τις συνυπέγραφαν, αν και ο νόμος το προέβλεπε, αποτελεί μέρος των αιτίων της κρίσης και εξηγεί πως όσο ψηλά κι αν ορισθούν οι μισθοί στο σύνολο ενός κλάδου με μια υπουργική απόφαση, αν μια επιχείρηση που βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης –και αυτές είναι ακόμη η πλειονότητα στην Ελλάδα της κρίσης- δεν μπορεί να τους καλύψει, αυτή οδηγείται στο περιθώριο της οικονομικής ζωής.
Γι’ αυτό και η αναβίωση, μετά την 21η Αυγούστου 2018, του υπουργικού δικαιώματος της επέκτασης και της κήρυξης γενικώς υποχρεωτικών των κλαδικών ΣΣΕ, οφείλει να τηρεί έξι συγκεκριμένες στοιχειώδεις προϋποθέσεις, σύμφωνα με τον Πρόεδρο του ΣΕΒ, που είναι οι ακόλουθες:
1) Να αποκλεισθεί η παθογένεια της επέκτασης των ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ, καθώς καλύπτουν εργαζόμενους σε τελείως ανόμοιες μεταξύ τους επιχειρήσεις, με πολύ διαφορετική οικονομική κατάσταση και διαφορετικούς κλάδους. Είναι μία στρέβλωση που έρχεται από το παρελθόν και δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα. Μόνο προβλήματα δημιουργεί στη λειτουργία των επιχειρήσεων.
2) Να τηρείται η αντιπροσωπευτικότητα τουλάχιστον του 51% των εργαζομένων του κλάδου, ως απαραίτητη προϋπόθεση διαφάνειας και πλήρους σεβασμού της διαδικασίας που ορίζει ο νόμος.
3) Οι συμβαλλόμενες οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων να συμφωνούν στην επέκταση ισχύος της κλαδικής ΣΣΕ.
4) Να μην υπάρχει δυνατότητα επέκτασης των ρυθμίσεων που είναι παράγωγα της υποχρεωτικής διαιτησίας, η οποία ούτως ή άλλως αντίκεται στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και επ’ αυτού έχουν γίνει επανειλημμένες συστάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) προς τη χώρα μας.
5) Να υπάρχει ρήτρα εξαίρεσης σε επιχειρησιακό επίπεδο, όπως συμβαίνει σε όλα τα εξελιγμένα συστήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ, που όταν έχουν διαδικασίες επεκτάσεων, περιλαμβάνουν ειδικές πρόνοιες για τις επιχειρήσεις που είναι υπερχρεωμένες ή σε διαδικασία αναδιάρθρωσης.
6) Οι διαδικασίες επέκτασης κλαδικών συμβάσεων και οι σχετικές αποφάσεις θα πρέπει να συνοδεύονται από ανάλυση επιπτώσεων στην αγορά εργασίας, στην απασχόληση και στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου τον οποίον αφορούν, ενώ πριν την επέκταση εργοδότες και εργαζόμενοι επί των οποίων η επέκταση θα εφαρμοσθεί, θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα να εκφράσουν στις διαδικασίες του ΑΣΕ τις θέσεις τους. Οι επεκτάσεις να μην γίνονται με συνοπτικές και αδιαφανείς διαδικασίες για λόγους εφήμερης πολιτικής εκμετάλλευσης.
Καταλήγοντας ο Πρόεδρος του ΣΕΒ σημειώνει ότι «μένει λοιπόν να τηρηθεί στην πράξη η ορθή διαδικασία, ώστε να μην επανέλθουν οι παθογένειες και στρεβλώσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Αν συμβεί αυτό, θα επιβεβαιώσουμε δυστυχώς ότι δεν μάθαμε τίποτα από τα λάθη που προκάλεσαν την κρίση».