Η παραμονή της Ελλάδας στην νομισματική ένωση είναι προς όφελος τόσο της ίδιας της χώρας όσο και της Ευρωζώνης, ενώ ενδεχόμενη αποχώρηση από τη νομισματική ένωση θα οδηγούσε τη χώρα σε αχαρτογράφητα νερά, εκτιμά η Eurobank, σε σημερινή της μελέτη.
«Η αβεβαιότητα για την ικανότητα της Ελλάδας να παραμείνει στην ζώνη του ευρώ αναζωπυρώθηκε ύστερα από την ενίσχυση πολιτικών δυνάμεων στις εκλογές του Μαΐου που αντιτίθενται στην εφαρμογή του μνημονίου. Θεωρούμε πως η παραμονή της Ελλάδας στην νομισματική ένωση είναι προς όφελος τόσο της ίδιας της χώρας όσο και της Ευρωζώνης, ενώ ενδεχόμενη αποχώρηση από τη νομισματική ένωση θα οδηγούσε τη χώρα σε αχαρτογράφητα νερά», αναφέρεται στην μελέτη της τράπεζας.
«Η επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα δε θα έλυνε τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, των οποίων η αντιμετώπιση θα εξακολουθούσε να απαιτεί επίπονες διαρθρωτικές αλλαγές σε ένα δυσμενέστερο οικονομικό περιβάλλον. Από την άλλη, η αποχώρηση της Ελλάδας δεν θα επέλυνε το πρόβλημα της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, καθώς η τελευταία έχει ανάγκη από ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης», επισημαίνουν οι συγγραφείς της ανάλυσης.
Οι συγγραφείς της μελέτης, ο Σύμβουλος Οικονομικών Μελετών της Eurobank και Καθηγητής Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος και οι Οικονομικοί Αναλυτές Όλγα Κοσμά, Μαρία Πρανδέκα και Βασίλης Ζάρκος, αναφέρουν ότι η δημοσιονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές αλλαγές μπορούν να αυξήσουν το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ενώ βραχυπρόθεσμα συρρικνώνουν την οικονομική δραστηριότητα. Η επιμονή στην αυστηρή δημοσιονομική εξυγίανση φαίνεται πως επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς οδηγεί τις οικονομίες των υπερχρεωμένων χωρών σε βαθειά ύφεση, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι. Για τον λόγο αυτό, θεωρούμε ενδεδειγμένη μια πιο ισορροπημένη πολιτική προσαρμογής που να περιέχει πρωτοβουλίες για άμεση ανάπτυξη. Τα αναπτυξιακά σχέδια για έργα υποδομής χρειάζεται να χρηματοδοτηθούν από τις κεντρικές χώρες της Ευρωζώνης, τονίζουν οι συγγραφείς. Επιπλέον, οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες μπορούν να καταστήσουν πιο εφικτές τις διαρθρωτικές αλλαγές τόσο από πολιτική όσο και από κοινωνική σκοπιά.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία, σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, προέρχεται από μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ και από μια ενδεχόμενη αποτυχία των Ευρωπαίων ηγετών να αποτρέψουν την επιδείνωση της κρίσης. Εκτός από εξωτερική βοήθεια προς τις τράπεζές της, η Ισπανία είναι πιθανόν να χρειαστεί ένα πακέτο διάσωσης και για το δημόσιο χρέος της. Η Ιταλία κινδυνεύει επίσης από απώλεια της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Ένα πακέτο διάσωσης για κάθε μια από τις δύο χώρες θα δοκίμαζε τα όρια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες χρειάζεται να κάνουν γενναία βήματα προς την οριστική επίλυση της κρίσης χρέους. Μια μόνιμη λύση της κρίσης που θα εξαλείψει τις αμφιβολίες των αγορών για την βιωσιμότητα του ευρώ εμπεριέχει κάποια μορφή δημοσιονομικής και τραπεζικής ενοποίησης. Ωστόσο, αυξημένη δημοσιονομική αλληλεγγύη προϋποθέτει ενισχυμένη οικονομική διακυβέρνηση, την οποία ζητούν οι πιστώτριες χώρες έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η δημοσιονομική πειθαρχία. Από την άλλη, αυξημένη οικονομική διακυβέρνηση σημαίνει απώλεια μέρους της εθνικής κυριαρχίας. Κατά συνέπεια, μια λύση στην ευρωπαϊκή κρίση χρειάζεται ένα συμβιβασμό μεταξύ των χωρών του κέντρου και των χωρών της περιφέρειας. Σε ένα θετικό σενάριο, η εξάπλωση της κρίσης σε μια οικονομία του μεγέθους της Ισπανίας θα μπορούσε να επισπεύσει την λήψη αποφάσεων. Ωστόσο, δεδομένου των αργών ευρωπαϊκών πολιτικών διαδικασιών, θεωρούμε πως τέτοιος συμβιβασμός απαιτεί αρκετό χρόνο για να επιτευχθεί, αναφέρεται επίσης στην μελέτη.
Πηγή: ΑΠΕ
Επιμέλεια: Μαριάννα Μαρμαρά