Διεπιστημονική συνάντηση με θέμα «Το παλίμψηστον της Αθήνας» διοργάνωσε το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τραπέζης της Ελλάδος.
Η διεπιστημονική συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Γενικών Συνελεύσεων του Κεντρικού Καταστήματος, εστίασε στην πολυπλοκότητα και την ποικιλομορφία της Αθήνας, της ιστορίας της, των υλικών καταλοίπων και των ιστορικών τεκμηρίων της και παράλληλα στους ποικίλους τρόπους προσέγγισης και έρευνάς της.
Η Αθήνα είναι μία πόλη παλίμψηστη, ιστορική, που έχει προκύψει μέσα από μακραίωνες χωρικές μεταμορφώσεις, μέσα από διαδοχικούς πολιτισμούς, οι οποίοι έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους. Οι ομιλητές της συνάντησης προέρχονταν από τον χώρο της Αρχαιολογίας, της Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, της Οικονομικής επιστήμης, της Φιλολογίας, της Κοινωνιολογίας, της Ιστορίας των πόλεων και της Δημοσιογραφίας.
Την εκδήλωση χαιρέτισε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος, με αφορμή την έκδοση Εκ Θεμελίων, με την ιστορία και τη χρήση των προηγούμενων κτηρίων που κατεδαφίστηκαν για να χτιστεί το σημερινό κτήριο της Τραπέζης της Ελλάδος, ανέφερε ότι ένας ζωντανός οργανισμός, όπως η Τράπεζα, έχει μετασχηματιστεί αρκετές φορές στη διάρκεια της ιστορίας της.
«Αναλογιστείτε μόνο πώς η Τράπεζα, που ιδρύθηκε το 1928 για να μη χρηματοδοτεί το κράτος ή τις εμπορικές τράπεζες, βρέθηκε να αποτελεί βασικό χρηματοδότη της οικονομίας μετά την κρίση του Μεσοπολέμου και -πολύ περισσότερο- μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», σημείωσε.
«Αναλογιστείτε πώς ένα ίδρυμα, βγαλμένο από το φιλελεύθερο καλούπι των κεντρικών τραπεζών του Μεσοπολέμου, κατέληξε επί δεκαετίες να ασκεί ασφυκτικό έλεγχο στο τραπεζικό σύστημα, υποστηρίζοντας την εκάστοτε αναπτυξιακή πολιτική των κυβερνώντων. Θυμηθείτε πόσο ριζικά άλλαξε αυτό τη δεκαετία του 1990, όταν η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος μετέβαλε τόσο το τραπεζικό τοπίο όσο και τον ρόλο της Τραπέζης της Ελλάδος, η οποία ανέκτησε μέρος της μεσοπολεμικής της ανεξαρτησίας. Ή πώς η εξέλιξη αυτή επισφραγίστηκε με την ένταξη στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη.
Για να μην αναφερθώ στις πιο πρόσφατες δοκιμασίες, από την κρίση χρέους έως την αντιμετώπιση της πανδημίας, που επίσης οδήγησαν στην ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων και τον μετασχηματισμό παλαιότερων», τόνισε. «Η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως κάθε μακρόβιος οργανισμός, αποτελεί ένα θεσμικό παλίμψηστο», κατέληξε ο κ. Στουρνάρας.
Στη συνέχεια πήρε τον λόγο ο διευθυντής του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης, Παναγιώτης Παναγάκης, ο οποίος επεσήμανε ότι «η σημερινή συνάντηση εκφράζει απόλυτα την αποστολή του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τραπέζης της Ελλάδος, στην οποία συνυφαίνονται η προαγωγή του πολιτισμού, της επιστήμης και της έρευνας και τοποθετούνται κεντρικά ο άνθρωπος, το αστικό περιβάλλον και η ιστορία».
Πρώτη ομιλήτρια στη συνάντηση ήταν η επιστημονική υπεύθυνη της Νομισματικής Συλλογής της Τραπέζης της Ελλάδος, Κλεοπάτρα Παπαευαγγέλου-Γκενάκου, η οποία εισήγαγε το ακροατήριο στην θεματική της εκδήλωσης και μίλησε για «Το παλίμψηστον της Αθήνας». Ανέφερε ότι «η Αθήνα, μία πόλη που κατοικείται αδιάλειπτα από την αρχαιότητα στον ίδιο γεωγραφικό τόπο, παραβάλλεται με ένα παλίμψηστο.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο σε εξέλιξη, κατά το οποίο νέες γενιές Αθηναίων τη δημιουργούν, την κατοικούν και τη συνθέτουν. Με τη διαδικασία της επανεγγραφής, εξαλείφουν τα έργα των προγόνων τους και αφήνουν το αποτύπωμά τους στην ίδια αστική περγαμηνή, εκεί που θα γράψουν και οι επόμενοι».
Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) Δημήτρης Πλάντζος μίλησε για «Το ίχνος του κλασικού παρελθόντος στο αθηναϊκό παρόν», επιχειρώντας μία σύντομη περιδιάβαση στο ιστορικό κέντρο της πόλης και στις παρυφές του, με σκοπό την ανίχνευση κλασικών καταλοίπων που επιβιώνουν έως τις μέρες μας. «Άλλοτε περίβλεπτα και μνημειώδη, άλλοτε πενιχρά και “αόρατα”, τα υλικά αυτά κατάλοιπα της κλασικής αρχαιότητας συντελούν στο παλίμψηστο της σημερινής πόλης ως οδηγοί στο παρελθόν της», υπογράμμισε.
Ο ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) Δημήτρης Καρύδης μίλησε με θέμα «Βερολίνο-Αθήνα». Ανέλυσε τις οικονομικές και πολιτικοκοινωνικές συνιστώσες της δεκαετίας του 1830 στην Αθήνα, στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στο Βερολίνο, αναφέρθηκε διεξοδικά σε άγνωστες παραμέτρους των πρώτων σχεδίων της επέκτασης της Αθήνας που συγκεκριμενοποιήθηκαν με επικοινωνίες ανάμεσα στις δύο πόλεις και ανέδειξε τον ρόλο του σημαντικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel.
Η ιστορικός, καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ Ευγενία Μπουρνόβα μίλησε για τις «Επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες στην Αθήνα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα», σημειώνοντας ότι «μέσα από την αναδίφηση στα στοιχεία του Δήμου Αθηναίων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα αναφύεται μία ξεκάθαρη εικόνα της κοινωνικο-επαγγελματικής σύνθεσης του πληθυσμού και της κατανομής της στον χρόνο και τον χώρο. […] Η Αθήνα του δεύτερου μισού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα είναι η πόλη των τεχνιτών, της μικρής βιοτεχνίας και του μικρού εμπορίου».
Ο καθηγητής Οικονομικής στην Έδρα Max and Herta Neubauer του αμερικανικού Πανεπιστημίου Tufts και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Γιάννης Μ. Ιωαννίδης μίλησε με θέμα «Οικονομική ανάπτυξη και η πόλη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα: Μία μακροοικονομική θεώρηση». Στην εισήγησή του, με αφετηρία ιστορικά στοιχεία για τις πλέον αρχαίες πόλεις του κόσμου μέχρι σήμερα, ανέλυσε μεγέθη της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, τονίζοντας ότι με τη χρήση στατιστικών στοιχείων σχετικά με τα μεγέθη των πόλεων, διαχρονικά από την εμφάνισή τους μέχρι σήμερα, μπορούν να ανιχνευθούν οι εποχές πληθυσμιακής έξαρσης, να συσχετιστεί η οικονομική μεγέθυνση με την αστική ανάπτυξή τους αλλά και τη χωρική/γεωγραφική αλληλεξάρτησή τους. Με μία μακροοικονομική θεώρηση, η ιδιαιτερότητα της Αθήνας αξιολογείται σε σύγκριση με άλλες πόλεις στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς.
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Βατόπουλος μίλησε με θέμα «Η στρωματογραφία της μνήμης στην Αθήνα», επισημαίνοντας πως «με αφορμή την ανέγερση του μεγάρου της Τραπέζης της Ελλάδος και στις δύο οικοδομικές φάσεις του, επί της Πανεπιστημίου και της Σταδίου, προσεγγίζουμε με τρόπο απόλυτα απτό και παραστατικό το θέμα της οικιστικής επανεγγραφής στα κεντρικά οικόπεδα της Αθήνας».
Ο ομιλητής υπογράμμισε ότι πολλά μεσοπολεμικά κτίρια της πρωτεύουσας χτίστηκαν στη θέση νεοκλασικών κτιρίων του 19ου αιώνα, μία διάσταση που δεν έχει τονιστεί με έμφαση. Μίλησε, επίσης, για την έκδοση Εκ Θεμελίων, σημειώνοντας ότι «η Τράπεζα της Ελλάδος, με το μνημειώδες αυτό έργο, μας έδωσε τις πολύτιμες πληροφορίες για το μεγάλο, κεντρικό οικοδομικό τετράγωνο στο κέντρο της Αθήνας. Ταυτόχρονα, όμως, μας έδωσε ένα παράδειγμα. Έγινε, δηλαδή, η ερευνητική αυτή εργασία και η έκδοση που ακολούθησε ένα υπόδειγμα προσέγγισης στο πολλαπλό και εν πολλοίς κρυπτικό υπόστρωμα της Αθήνας και απελευθέρωσε τη σκέψη και το βλέμμα».
Ο αναπληρωτής καθηγητής του ΕΜΠ Κώστας Τσιαμπάος μίλησε για «Μια άλλη Αθήνα: Σημαντικά έργα του 20ού αιώνα που δεν κατασκευάστηκαν». Πρόκειται για «σημαντικές μελέτες, μεγάλης κατά κύριο λόγο κλίμακας, από γνωστά αρχιτεκτονικά γραφεία, βραβευμένες σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και για έργα που χαρακτηρίζουν απόλυτα την εποχή τους και τα οποία, αν είχαν χτιστεί, θα αποτελούσαν σημαντικά τοπόσημα, χαρακτηριστικά δείγματα της νεότερης ιστορίας της πόλης, μοντέρνες κατασκευές μιας “άλλης” Αθήνας».
Ο συγγραφέας και πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, Σταύρος Ζουμπουλάκης, μίλησε για την «Αθήνα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη». Ο ομιλητής αναφέρθηκε στην Αθήνα του Μωραϊτίδη και στη σχέση της με την Αθήνα του τριτεξαδέλφου του, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. «Ποια ήταν η Αθήνα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη το γνωρίζουμε μάλλον καλά. Ήταν η Αθήνα της φτωχολογιάς και των εσωτερικών μεταναστών, στα χαμόγεια οικήματα και τα ταβερνομπακάλικα του Ψυρρή, κοντά στη Αγορά. Η ζωή και το έργο του Μωραϊτίδη μοιράζεται και αυτό μεταξύ Σκιάθου και Αθήνας», τόνισε.