Στα 342,51 εκατ. ευρώ ανήλθαν οι πωλήσεις της εταιρείας Revoil το πρώτο εξάμηνο του 2018 από 348,72 εκατ. το αντίστοιχο εξάμηνο του 2017 παρουσιάζοντας μικρή μείωση κατά 1,78%.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, η μείωση οφείλεται κυρίως στη μείωση των πωλούμενων όγκων πετρελαίου θέρμανσης και της αποδυνάμωσης του δολαρίου που είναι το νόμισμα αναφοράς των διεθνών τιμών των προϊόντων πετρελαίου έναντι του ευρώ, που αντιστάθμισαν το γεγονός της σημαντικής ανόδου των διεθνών τιμών των καυσίμων.
Οι συνολικές πωλούμενες ποσότητες καυσίμων (βενζίνες, πετρέλαιο κίνησης, θέρμανσης και marine) της εταιρείας το πρώτο εξάμηνο του 2018 ανήλθαν στα 357,16 εκατ. λίτρα έναντι 386,86 εκατ. λίτρα το 2017 εμφανίζοντας πτώση 7,68%, με το πετρέλαιο θέρμανσης να καταγράφει τις μεγαλύτερες απώλειες 26% περίπου.
Το μικτό κέρδος της εταιρείας ανήλθε στα 11,68 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2018, αυξημένο κατά 6,76% συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος ποσού 10,94 εκατ. της περσινής περιόδου.
Tα αποτελέσματα προ φόρων, χρηματοδοτικών και επενδυτικών αποτελεσμάτων και αποσβέσεων (EBITDA) της εταιρείας ανήλθαν στα 4,11 εκατ. ευρώ το Α’ εξάμηνο 2018 έναντι ζημιών 1,83 εκατ. το Α’ εξάμηνο 2017 που είχαν προκύψει από την πώληση παγίου (εγκατάσταση αποθήκευσης καυσίμων στη Καβάλα) και την πώληση της θυγατρικής ΑΡΙΣΤΟΝ.
Η εταιρεία επέστρεψε στη κερδοφορία κλείνοντας το πρώτο εξάμηνο του 2018 με κέρδη προ και μετά από φόρους 1,01 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 5,05 εκατ. το αντίστοιχο εξάμηνο του 2017. Η κερδοφορία οφείλεται κυρίως στη σημαντική μείωση του κόστους πωληθέντων λόγω των νέων εμπορικών συμφωνιών που πέτυχε η εταιρεία με τους προμηθευτές της.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το Α’ εξάμηνο 2017 είχε επιβαρυνθεί με τις ζημιές που είχαν προκύψει από την πώληση παγίου και την πώληση της ΑΡΙΣΤΟΝ απαλλάσσοντας την εταιρεία από τη ζημιογόνο δραστηριότητα της Ναυτιλίας.
Η ζήτηση σε καύσιμα κίνησης που συνδέεται και με την τουριστική κίνηση τους καλοκαιρινούς – φθινοπωρινούς μήνες και η πορεία των πωλήσεων πετρελαίου θέρμανσης από τον Οκτώβριο θα επηρεάσουν ανάλογα την πορεία του 2ου εξαμήνου, σε μια εσωτερική αγορά η οποία συνεχίζει να διακρίνεται από οικονομική αβεβαιότητα και με την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.