Του Μιχάλη Παπανίδη
Ιδιαίτερα χαμηλότοκη θα είναι η νέα γενιά επιχειρηματικών δανείων που θα διαθέσουν οι τράπεζες, αρχής γενομένης ακόμη και από το καλοκαίρι.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, τα νέα επιχειρηματικά δάνεια θα επιβαρύνονται με επιτόκια έως 3,5%, ανάλογα με τα μεγέθη της επιχείρησης που κάνει τη σχετική αίτηση, τον κλάδο δραστηριοποίησης και το δανειοληπτικό της προφίλ στα χρόνια της κρίσης.
Το επιτόκιο 3,5% αναμένεται να είναι το «ταβάνι» της επιβάρυνσης των επιχειρηματικών δανείων, ενώ θα δοθεί κατά περίπτωση η δυνατότητα να «αντικατασταθούν» παλαιότερα δάνεια με πολύ υψηλότερο επιτόκιο, ώστε να μειωθεί το κόστος δανεισμού των υγειών επιχειρήσεων της χώρας.
Η ρευστότητα των τραπεζών
Οι συνθήκες ρευστότητας των τραπεζών παρουσιάζουν σαφή βελτίωση ύστερα από την περυσινή αύξηση των καταθέσεων κατά σχεδόν 15 δισ. ευρώ και την έξοδο όλων των τραπεζών από τον μηχανισμό ρευστότητας του ELA.
Επειδή όλα αυτά τα χρόνια οι τράπεζες δεν είχαν τη δυνατότητα να ασκούν τη βασική τους δραστηριότητα, που είναι η χρηματοδότηση των αναγκών της οικονομίας, η προτεραιότητά τους μετατοπίζεται στις νέες χορηγήσεις.
Είναι καιρός, άλλωστε, να μπορέσουν να ενισχύσουν και τα έσοδά τους, τα οποία έως τώρα στηρίζονται κυρίως σε προμήθειες και «κρατικές υποχρεώσεις».
Οι νέες ανάγκες των επιχειρήσεων
Από την άλλη πλευρά ενισχύεται σταδιακά η ζήτηση πιστώσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων. Η τάση αυτή ξεκίνησε το 2018 και πιο συγκεκριμένα από το β΄ εξάμηνο.
Η ζήτηση είχε αρχίσει να ενδυναμώνεται ήδη από τα μέσα του 2017, με αιχμή τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Παράλληλα, από το β’ τρίμηνο του 2018 σταδιακά ενισχύθηκε η ζήτηση πιο μακροπρόθεσμων δανείων από μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις, εξέλιξη που είχε καταγραφεί, λιγότερο έντονα, και το προηγούμενο έτος.
Θετική συμβολή στη ζήτηση επιχειρηματικών δανείων εκτιμάται ότι είχαν οι ανάγκες για πάγιες επενδύσεις, για αποθέματα και κεφάλαια κίνησης και για συγχωνεύσεις, εξαγορές και εταιρική αναδιάρθρωση.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, τα δύο τελευταία τρίμηνα του 2018, η μη επαρκής διαθεσιμότητα εσωτερικών πόρων των επιχειρήσεων συνέβαλε οριακά στην ενίσχυση της ζήτησης πιστώσεων, εξέλιξη που είχε να παρατηρηθεί από τις αρχές του 2015.
Οι τράπεζες, ωστόσο, απέφυγαν το 2018 να μεταβάλουν τα πιστοδοτικά κριτήρια.
Όλοι οι επιμέρους παράγοντες που επηρεάζουν τα πιστοδοτικά κριτήρια των τραπεζών, για τα επιχειρηματικά δάνεια θα συνεχίσουν να επιδρούν στις τελικές εγκρίσεις, αλλά με πιο ευέλικτο τρόπο.
Χρηματοδοτικούς περιορισμούς αντιμετώπισαν συχνότερα οι επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους και με πιο αδύναμες οικονομικές επιδόσεις.
Το μέγεθος και η οικονομική επίδοση των επιχειρήσεων πιθανότατα αντανακλούν και συνδέονται με χαρακτηριστικά των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως περιορισμένες δυνατότητες για αξιοποίηση συνεργειών και οικονομιών κλίμακας, χαμηλό βαθμό εξωστρέφειας και καινοτομίας ή χαμηλή παραγωγικότητα, εξάρτηση αποκλειστικά από το τραπεζικό σύστημα ή και δυσκολίες στη συλλογή αξιόπιστης πληροφόρησης για τις επιχειρήσεις αυτές.
Η επίδραση του μεγέθους των επιχειρήσεων είναι λιγότερο έντονη στην περίπτωση των πιστώσεων από τους προμηθευτές σε σύγκριση με την τραπεζική χρηματοδότηση.
Οι κυρίως εξαγωγικές και οι σχετικά νεότερες επιχειρήσεις αντιμετώπισαν συνολικά μικρότερους περιορισμούς.
Τέλος, οι εξαγωγικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις εκδήλωσαν συχνότερα ζήτηση για χρηματοδότηση, γεγονός που μάλλον σχετίζεται με τις υψηλότερες ευκαιρίες ανάπτυξης που προκύπτουν για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από την εγχώρια ζήτηση ή και με τη μεγαλύτερη βεβαιότητα των επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό για ένα αίτημα δανείου με επιτυχή έκβαση.
Σημειώνεται ότι από τους επιμέρους όρους των δανείων μόνο το επιτοκιακό περιθώριο για τα δάνεια προς επιχειρήσεις με μέσο επίπεδο κινδύνου εκτιμάται ότι συμπιεζόταν ελαφρά μεν, αλλά σταθερά κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε συνεχόμενων τριμήνων.
Η εν λόγω αναφερόμενη συμπίεση του περιθωρίου αφορούσε ήδη από τα τέλη του 2016 τα δάνεια προς τις μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις και πλέον το 2018 και τα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η εκτίμηση αυτή συνάδει με την καταγραφόμενη και από τα στοιχεία της νομισματικής και τραπεζικής στατιστικής εντονότερη υποχώρηση των επιτοκίων στα κοινοπρακτικά δάνεια και στα δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ, που απευθύνονται κυρίως σε μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις.