«Τα ληξιπρόθεσμα δάνεια, ο όγκος των οποίων ανέρχεται σε 82 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι θα απαλειφθούν ταχύτερα από τους ισολογισμούς των τραπεζών», γράφει η γερμανική Handelsblatt, τονίζοντας ότι «υπό την πίεση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), οι ελληνικές τράπεζες προτίθενται να απομειώσουν ταχύτερα τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων από ό, τι σχεδιαζόταν έως τώρα.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στα τέλη Μαρτίου, τα τέσσερα συστημικά, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας θα παρουσιάσουν στον προαναφερθέντα ευρωπαϊκό θεσμό και ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων τους για το 2018, τα νέα τους χρονοδιαγράμματα για την εξυγίανση των ισολογισμών τους σε ό, τι αφορά το πεδίο των προβληματικών ανοιγμάτων τους.

Όπως επισημαίνεται, έως τώρα οι τράπεζες είχαν την πρόθεση να συμπιέσουν το ποσό των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεών τους κατά 50 δισ. ευρώ ως τα τέλη του 2021. Βάσει στοιχείων ωστόσο από τραπεζικούς κύκλους, η νέα στοχοθεσία και χρονοδιάγραμμα, προβλέπει ότι η μείωση θα ανέλθει σε 60 δισ. ευρώ, ενώ μόνον η Eurobank, που είναι το δεύτερο μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της χώρας, σχεδιάζει μία μείωση της τάξης των 10 δισ. ευρώ.

Στη συνέχεια υπενθυμίζεται ότι ο συνολικός όγκος των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων των ελληνικών τραπεζών, όπως αποτυπώνεται στους ισολογισμούς τους, αγγίζει τα 82 δισεκατομμύρια ευρώ. Ειδικότερα, και με βάση τα στοιχεία που δίνει τώρα στη δημοσιότητα ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, στα τέλη του 2018, το 45,5% του συνόλου των δανείων είτε δεν εξυπηρετούνταν πλέον, είτε βρίσκονταν στο όριο να κηρυχθούν ληξιπρόθεσμα.

Στο δημοσίευμα επισημαίνεται ως σημείο σύγκρισης ότι το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωζώνη, βάσει των στοιχείων της Κομισιόν στα τέλη Νοεμβρίου 2018, βρισκόταν στο 3,4%, ενώ ως αποδεκτό θεωρείται το όριο του 5%. Το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες εξυγίαναν πέρσι τους ισολογισμούς τους κατά 12,7 δισ. ευρώ, καταδεικνύει για το ρεπορτάζ, ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προχωρούν μεν ως προς την απομείωση των προβληματικών δανείων τους, αλλά με αργούς ρυθμούς.

Όπως τονίζεται στη συνέχεια, από αυτόν τον παράγοντα πλήττεται συνολικότερα η ελληνική οικονομία, καθώς ο μεγάλος όγκος των ληξιπρόθεσμων δανείων περιορίζει την δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών. Επομένως – τονίζεται στο ρεπορτάζ -, η μείωση των προβληματικών δανείων θεωρείται ως παράμετρος – κλειδί για την επιστροφή της Ελλάδας σε τροχιά βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.

Το δημοσίευμα σχολιάζει επιπλέον ότι ο νέος στόχος είναι πολύ φιλόδοξος, καθώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θέλουν να μειώσουν το ποσό των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεών τους κάτω από τα 25 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2021.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου βρίσκονται πάνω στο τραπέζι αρκετές προτάσεις, με την εισήγηση της ΤτΕ να προβλέπει την μεταφορά ληξιπρόθεσμων χορηγήσεων με ύψος ποσού ονομαστικής αξίας 40 δισ. ευρώ από τις ελληνικές τράπεζες σε ένα Όχημα Ειδικού Σκοπού, το οποίο θα αναλάβει την τιτλοποίηση και πώλησή τους.

Ένα δεύτερο σχέδιο, από πλευράς υπουργείου Οικονομικών, προβλέπει επίσης την μεταφορά των ανοιγμάτων σε ένα είδος ‘Bad Bank’ για την τιτλοποίησή τους. Επίσης, ανοικτό παραμένει το ζήτημα σχετικά με το εάν αυτή η διαδικασία θα επιτραπεί από το μηχανισμό για την προστασία του ανταγωνισμού στην ΕΕ ή θα απαγορευθεί ως μορφή κρατικής ενίσχυσης, ενώ η σχετική απόφαση αναμένεται να ληφθεί εντός Απριλίου.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η ελπίδα για μία ταχύτερη εξυγίανση των προβληματικών δανείων και για μία επάνοδο σε βιώσιμη κερδοφορία, αναπτερώνει και τη φαντασία των επενδυτών. Αυτό αποτυπώνεται και στον ειδικό τραπεζικό δείκτη του ΧΑΑ, τον FTSEB, δεδομένου ότι από τις αρχές του έτους έχει σημειώσει άνοδο σε ποσοστό σχεδόν 37% και βρίσκεται στις 442 μονάδες. Παρά ταύτα όμως, – υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα – η απόστασή του από το προ κρίσης επίπεδο στα τέλη του 2009 και τις 19.000 μονάδες είναι εξαιρετικά μεγάλη και αδύνατον να καλυφθεί.

Κατόπιν των παραπάνω, το δημοσίευμα σημειώνει ότι είναι άγνωστο το τι περιμένει τους μετόχους. Η επιταχυνόμενη απομείωση των ληξιπρόθεσμων δανείων εμφανίζεται ως ένα μεγάλο κατόρθωμα για τις τράπεζες, δεδομένου ότι τα προβληματικά ανοίγματα εξασθενίζουν την κεφαλαιακή βάση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Για το λόγο αυτό, το ΔΝΤ απευθύνει προειδοποιήσεις στην τελευταία του έκθεση για την Ελλάδα, ως προς την πιθανότητα οι τράπεζες να χρειαστούν εκ νέου ‘ενέσεις’ κεφαλαίων.

Τέλος, επισημαίνεται ότι παρά το γεγονός ότι στην παρούσα φάση οι τέσσερις συστημικές τράπεζες βρίσκονται σε ένα καλό επίπεδο κεφαλαιοποίησης, με το δείκτη βασικού κεφαλαίου στο 15,6% κατά μέσο όρο, είναι ανοικτό ζήτημα το ύψος των κεφαλαίων που θα χρειαστεί να θυσιαστούν για την εξυγίανση των ισολογισμών τους.

Όπως επισημαίνεται, έχουν ήδη προηγηθεί τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις κατά τη διάρκεια των προηγουμένων έξι ετών, με συνολικό ύψος κεφαλαιακών ροών 64 δισ. ευρώ. Ωστόσο, δεν είναι να ζηλεύει κανείς τη θέση όσων κατέχουν μετοχές των ελληνικών τραπεζών, αφού από την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση τα τέσσερα ιδρύματα έχουν απωλέσει περί το 70% της χρηματιστηριακής τους αξίας, καταλήγει το ρεπορτάζ».

 

Πηγή: Handelsblatt