Σημαντικό για τις τράπεζες αλλά και για την ευρύτερη οικονομία είναι να υπάρξουν επιτυχείς ανακεφαλαιοποιήσεις του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος, ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Σταϊκούρας κατά την ενημερώση της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων σχετικά με τις εξελίξεις και τις προοπτικές του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, με ιδιαίτερη αναφορά στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε.

Ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε πως «οι ελληνικές τράπεζες έχουν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να επαναοριοθετήσουν τη στρατηγική τους και να αναδιαρθρώσουν τη δομή τους ώστε να συμβάλουν στην αναδιάταξη της ελληνικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις προοπτικές που διανοίγονται με την ψηφιακή τεχνολογία και τη σημαντική ροή κεφαλαίων που αναμένεται από το Ευρωπαϊκό Μέσο Ανάπτυξης (NGEU)».

Σχετικά με την Τράπεζα Πειραιώς, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε πως «η τράπεζα έχει δημοσιοποιήσει την πρόθεση της να ολοκλήρωση την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου εντός του τρέχοντος τριμήνου. Η κίνηση αυτή έρχεται σε συνέχεια προηγούμενης απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας (Νοέμβριος 2020) να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να ακυρώσει την πληρωμή του τοκομεριδίου του μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου (CoCo), ουσιαστικά μετατρέποντας το σύνολο των ομολογιών ονομαστικής αξίας 2,040 εκατ. ευρώ σε κοινές μετοχές και αυξάνοντας το ποσοστό του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Πειραιώς σε 61% από 26%.

»Οι εποπτικές αρχές έχουν συναινέσει απολύτως στην απόφαση αυτή». Τόνισε πως αυτή «η εξέλιξη κρίνεται ως ιδιαιτέρως θετική από εποπτική σκοπιά, επειδή ενισχύει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας κατά 0,4 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως (λόγω της μη καταβολής τοκομεριδίου) και αποκαθιστά τις συνθήκες πρόσβασης της τράπεζας στις αγορές κεφαλαίου. Εξίσου ιδιαιτέρως θετική εκτιμάται ότι είναι και η απόφαση περιορισμού του ποσοστού του ΤΧΣ σε μειοψηφικό ποσοστό (non-blocking minority) καθώς μόνο με αυτή τη συνθήκη εκτιμάται ότι μπορεί να επιτευχθεί η στήριξη της τράπεζας με ιδιωτικά κεφάλαια σε διατηρήσιμη βάση».

Τόνισε πως «η ολοκλήρωση της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς αποτελεί ουσιαστικά την αφετηρία μιας διαδικασίας αποκατάστασης ορισμένων αδυναμιών στα μεγέθη του ιδρύματος […] Στο πλαίσιο αυτό η αύξηση κεφαλαίου που προγραμματίζει η Τράπεζα Πειραιώς είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου».

Υπογράμμισε πως εάν υπάρξει επιτυχής ολοκλήρωση των προγραμμάτων ανακεφαλαιοποίησης, αυτό θα έχει πολύ σημαντικά οφέλη, καθώς εν μέσω πρωτόγνωρων συνθηκών συστημικής αστάθειας, κυρίως από πλευράς ζημιών και εκροών καταθέσεων, οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιούνται χωρίς να χαθεί ούτε ένα ευρώ από καταθέσεις και αυτό έχει τεράστια σημασία για την ευρύτερη σχέση των πολιτών, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεως με τις τράπεζες.

Ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Ευρωσυστήματος και του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας για κεφαλαιακή επάρκεια και διατηρείται έτσι η πρόσβαση στη ρευστότητα του Ευρωσυστήματος.

Σημείωσε πως με τη διαμόρφωση υψηλών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας είναι δυνατή η σταδιακή επιστροφή των τραπεζών στις πανευρωπαϊκές αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Καθώς και περιορίζεται η απομόχλευση των ισολογισμών των τραπεζών, με ορατές επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας.

Ο κ. Στουρνάρας, ανέφερε πως όλες αυτές οι κινήσεις που έχουν γίνει διαμορφώνουν συνθήκες λειτουργίας και ανταγωνισμού στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, καθώς μειώθηκε ο αριθμός των προβληματικών και μη ανταγωνιστικών τραπεζικών μονάδων.

Μειώθηκε ο αριθμός τραπεζικών μονάδων καθώς οι μακροχρόνιες τάσεις της τραπεζικής αγοράς υπέδειξαν ένα μέγεθος πολύ διαφορετικό από αυτό της προηγούμενης δεκαετίας. Διαμορφώθηκαν οικονομίες κλίμακας και σημαντικές συνέργειες με αποτέλεσμα την βελτίωση της αποδοτικότητας των τραπεζών.

Ο διοικητής της ΤτΕ απαντώντας στην κριτική ότι οι τράπεζες έχουν κατ’ επανάληψη ανακεφαλαιοποιηθεί (με χρήματα του δημοσίου) ανέφερε ότι τα πραγματικά στοιχεία υποδεικνύουν ένα διαφορετικό συμπέρασμα καθώς ενώ συνήθως σε μια μεγάλη οικονομική κρίση συρρικνώνεται δραστικά ο ισολογισμός των τραπεζών, στην Ελλάδα δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Αντίθετα ενώ το σύνολο των καταθέσεων μειώθηκε κατά 48,4% από το 2009 έως το 2015, ποσοστό που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να επιφέρει ταχεία απομόχλευση του τραπεζικού κλάδου και περαιτέρω υφεσιακές συνθήκες, η ετήσια πιστωτική συρρίκνωση στην Ελλάδα ουδέποτε υπερέβη το 4%.

Ο κ. Στουρνάρας αναφερόμενος στις σημερινές προκλήσεις του τραπεζικού μας συστήματος σημείωσε πως σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, το ξέσπασμα της πανδημίας το Μάρτιο του 2020 βρήκε τις ελληνικές τράπεζες σε φάση ανάκαμψης από την προηγούμενη κρίση, έχοντας επιδείξει σημαντική βελτίωση σε αρκετούς τομείς. Ειδικότερα είπε πως οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια σε επίπεδα άνω του ελάχιστου ορίου, προχωρώντας και σε εκδόσεις τίτλων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια.

Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016, όπου καταγράφηκαν τα υψηλότερα μεγέθη, έχει επιτευχθεί μείωση κατά 56% στο συνολικό ύψος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ). Επίσης, σημαντική ήταν η μείωση στο καταναλωτικό (61%) αλλά και στο επιχειρηματικό (56%) χαρτοφυλάκιο, ενώ μετά τις πρόσφατες τιτλοποιήσεις βελτιώθηκε και η επίδοση στο στεγαστικό (μείωση 52%).

Τα επίπεδα ρευστότητας βελτιώθηκαν σημαντικά, κυρίως λόγω της αύξησης των καταθέσεων. Συγκεκριμένα, οι καταθέσεις έχουν ανακάμψει κατά 43 δισ. ευρώ (+33%) από το ιστορικά χαμηλό (129,0 δισ. ευρώ) του Ιουλίου του 2015 με τις τράπεζες να μηδενίζουν την εξάρτηση από τον έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA) και να πληρούν τον ελάχιστο εποπτικό δείκτη ρευστότητας. Ταυτόχρονα, παρουσίαζαν ασθενέστερα οικονομικά μεγέθη συγκριτικά με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, με την εικόνα αυτή να μην μεταβάλλεται κατά το υπόλοιπο του προηγούμενου έτους. Τα ΜΕΔ ανέρχονται σε σχεδόν 47 δισ. ευρώ σε ατομική και 58 δισ. ευρώ σε ενοποιημένη βάση, με τους δείκτες ΜΕΔ ως ποσοστό των συνολικών δανείων να διαμορφώνονται σε 30,22% και 32,9% αντίστοιχα. Ο μέσος όρος για τα πιστωτικά ιδρύματα της Ε.Ε. για την ίδια περίοδο είναι μόλις 2,6%.

Το ποσοστό κάλυψης των ΜΕΔ από προβλέψεις είναι 44%, και βρίσκεται σχεδόν στα ίδια επίπεδα με το μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά αρκετά χαμηλότερα από χώρες όπου εμφανίζουν υψηλούς δείκτες ΜΕΔ, όπως η Ιταλία, Πορτογαλία, κ.α. Ο μέσος Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ανέρχεται σε 16,6%, περίπου 3 μονάδες κάτω από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Παράλληλα, παραμένει άλυτο και μάλιστα επιδεινώνεται το σημαντικό πρόβλημα της διάρθρωσης των εποπτικών κεφαλαίων, μεγάλο μέρος των οποίων είναι με τη μορφή της Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης (DTCs). Επίσης, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν έλλειμμα άνω των 10 δισ. ευρώ σε σχέση με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υπόχρεων.

Για τις προκλήσεις που υπάρχουν για το ελληνικό και ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι είναι: Το χαμηλό επιτοκιακό περιβάλλον (low interest rate environment) που σε συνδυασμό με τη χαμηλή αποδοτικότητα κόστους επηρεάζει την κερδοφορία και τη δυνατότητα δημιουργίας κεφαλαίων. Ό,τι για τις ελληνικές τράπεζες, αρνητικά επιδρά επίσης και το υψηλό κόστος πιστωτικού κινδύνου, δηλαδή οι αναγκαίες δαπάνες για το σχηματισμό προβλέψεων.

Καθώς και ο ολοένα αυξανόμενος ανταγωνισμός από μη-τράπεζες και από τα λεγόμενα BigTechs, καθώς και τις επιπτώσεις στη λειτουργία και το επιχειρηματικό μοντέλο των τραπεζών από την ψηφιακή καινοτομία (digital innovation). Προκλήσεις, όπως σημείωσε ο κ. Γ. Στουρνάρας οι οποίες πηγάζουν από την ατελή τραπεζική ένωση (Banking Union) στην ευρωζώνη, σημαντικά κομμάτια της οποίας – όπως το Ενιαίο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων – απουσιάζουν.

Ο διοικητής της ΤτΕ, αναφερόμενος στις επιπτώσεις της πανδημίας, ανέφερε πως αυτή διατάραξε την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα παγκοσμίως, με σοβαρές επιπτώσεις σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά: επιχειρήσεις, νοικοκυριά, κράτος και τράπεζες. Όμως σε αντίθεση με τις προηγούμενες κρίσεις, οι εποπτικές αρχές αντέδρασαν άμεσα και συντονισμένα και δρουν μέχρι και σήμερα. Βεβαίως, παρατήρησε πως τα σημάδια από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία δεν είναι ακόμα πλήρως εμφανή στην πραγματική οικονομία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρωζώνη και θα είναι ενδεχομένως πιο ορατά μετά την έξοδο από τα μέτρα στήριξης.

Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα η επίπτωση αφορά κυρίως σε νέα ΜΕΔ καθώς και στην αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων.