Ανάμεσα στις χώρες με την υψηλότερη φορολογία στα ακίνητα, κατατάσσεται η Ελλάδα, με τη φορολογική επιβάρυνση των τελευταίων ετών, μάλιστα, να μην εξαιρεί ούτε τις έμμεσες επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία.
Τα παραπάνω ανέφερε ο υποδιοικητής της ΤτΕ, Θ. Μητράκος, μιλώντας σήμερα στο 12ο Red Business Forum.
Ο κ. Μητράκος ανέφερε ότι συνολικά, η αποτίμηση των εξελίξεων στην αγορά ακινήτων, παρά τα προβλήματα που παραμένουν και πρέπει να αντιμετωπιστούν, επιτρέπει μία αισιοδοξία. Αυτή αντανακλάται και στις αξίες, όπου φαίνεται ότι ουσιαστικά εξασθενεί η περαιτέρω υποχώρησή τους, ενώ για ακίνητα υψηλής προστιθέμενης αξίας παρατηρείται αυξημένη ζήτηση και αύξηση των τιμών.
Αναφερόμενος στην υψηλή φορολόγηση των ακινήτων, ο κ. Μητράκος είπε ότι μέχρι το 2010 η φορολογία στην κατοχή των ακινήτων ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν υπερέβαινε το 0,5%-0,6%, ενώ το 2016 ξεπέρασε το 2% (2,2% βάσει των στοιχείων της Διεύθυνσης Φορολογίας Κεφαλαίου), κατατάσσοντας πλέον την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ με την υψηλότερη φορολογία στα ακίνητα. Από τη φορολογική επιβάρυνση των τελευταίων ετών δεν εξαιρέθηκαν τελικά ούτε και οι έμμεσες επενδύσεις στην ακίνητη περιουσία, καθώς κατά το 2016 ανατράπηκε δραματικά και το ευνοϊκό φορολογικό πλαίσιο για τις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας (ΑΕΕΑΠ).
O υποδιοικητής της ΤτΕ σημείωσε ότι οι τομείς των κατασκευών και της ανέγερσης οικιστικών ακινήτων, οι οποίοι αποτέλεσαν σημαντικούς μοχλούς στήριξης και ανάπτυξης της οικονομίας μέχρι το 2008, υπέστησαν έκτοτε τεράστιο πλήγμα.
Το ποσοστό συνεισφοράς της κατασκευής κατοικιών στο ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται στο 0,6%, εξαιρετικά χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό πριν την κρίση (σταθερά άνω του 6,5% την περίοδο 2000-2009).
O αριθμός των νέων οικοδομικών αδειών (ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα) από τις 95 χιλιάδες το 2005 μειώθηκε μόλις στις 12,4 χιλιάδες στη διάρκεια του 2016, ενώ σε όρους όγκου νέων κατασκευών η αντίστοιχη μείωση αυτή έφτασε στο 90%.
Από το 2008 έως και το α’ τρίμηνο του 2017 οι τιμές των διαμερισμάτων μειώθηκαν συνολικά κατά 41,9% για το σύνολο της χώρας (σε ονομαστικούς όρους), ενώ η μείωση των τιμών ήταν ακόμα πιο έντονη στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα την Αθήνα (-44,1%) και κυρίως τη Θεσσαλονίκη (-46,3%).
Οι υψηλοί ρυθμοί μείωσης των τιμών που είχαν καταγραφεί το 2012 και το 2013 άρχισαν σταδιακά να αμβλύνονται και διαμορφώνονται πλέον σε χαμηλά επίπεδα (2016: -2,4%, α΄ τρίμηνο 2017: -1,8%). Τα επίπεδα της ζήτησης ειδικά για ορισμένες κατηγορίες ακινήτων παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Οι εξελίξεις αυτές στην ελληνική κτηματαγορά επισημαίνεται ότι δεν βρίσκονται σε αρμονία με τις αντίστοιχες εξελίξεις στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Από το 2013 και μετά οι δείκτες τιμών των οικιστικών ακινήτων παρουσιάζουν συνεχή ανάκαμψη στην πλειοψηφία των χωρών τόσο της ευρωζώνης όσο και της ΕΕ.
Το τέταρτο τρίμηνο του 2016 η μέση ετήσια αύξηση των τιμών οικιστικών ακινήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθε στο 4,2%, ενώ ο ρυθμός αύξησης σε κάποιες χώρες ξεπέρασε το 10% (π.χ. Τσεχία, Ισλανδία).
Στον κλάδο των επαγγελματικών ακινήτων, με βάση τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το β’ εξάμηνο του 2016, οι ονομαστικές τιμές γραφειακών χώρων και καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών, κατέγραψαν οριακά θετικούς ρυθμούς μεταβολής σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο (0,2% και στις δύο περιπτώσεις).
Όσον αφορά δε τα μισθώματα, αν και οι πιέσεις για επαναδιαπραγμάτευση των ενοικίων συνεχίστηκαν και το 2016, ο δείκτης μισθωμάτων καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών κατέγραψε, για πρώτη φορά από το 2010 – που συλλέγουμε στοιχεία – οριακή αύξηση, 0,3%, σε σχέση με το α΄ εξάμηνο του 2016. Σωρευτικά, από το α΄ εξάμηνο του 2010 έως και το β΄ εξάμηνο 2016, οι ονομαστικές τιμές των γραφειακών χώρων και καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών έχουν υποχωρήσει κατά 30%, περίπου.
Οι αποδόσεις των επαγγελματικών ακινήτων υψηλών προδιαγραφών στην Ελλάδα, αν και έχουν υποχωρήσει σημαντικά κατά την τελευταία διετία (περίπου 7,5% και 8,5% για τα γραφεία και καταστήματα υψηλών προδιαγραφών, αντίστοιχα), βρίσκονται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες (αποδόσεις γραφείων σε Βερολίνο, Λονδίνο, Στοκχόλμη και Ρώμη της τάξεως του 3,5% – 4,5%).
Είναι σαφές, τόνισε ο κ. Μητράκος, ότι αντίστοιχες αποδόσεις στη ζώνη του Ευρώ, είναι δυσεύρετες και σίγουρα ελκυστικές για τους επενδυτές.
Το αυξημένο ενδιαφέρον για ακίνητα – ειδικά γραφεία – υψηλών προδιαγραφών αποτυπώνεται στο γεγονός ότι το ποσοστό των αντίστοιχων κενών χώρων βρίσκεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 5% στην Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα οι νέες αναπτύξεις παραμένουν καθηλωμένες.
Όπως ανέφερε ο υποδιοικητής της ΤτΕ, οι αιτίες είναι πολλές και μπορούν να αναζητηθούν τόσο στο ασταθές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον και στις δυσμενείς συνθήκες χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα, όσο και στις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής κτηματαγοράς: γραφειοκρατία, πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης των ακινήτων και το συνεχώς μεταβαλλόμενο, δυστυχώς προς το δυσμενέστερο, φορολογικό θεσμικό πλαίσιο.
Όπως σημείωσε ο κ. Μητράκος, μέχρι το 2010 η φορολογία στην κατοχή των ακινήτων ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν υπερέβαινε το 0,5%-0,6%, ενώ το 2016 ξεπέρασε το 2% (2,2% βάσει των στοιχείων της Διεύθυνσης Φορολογίας Κεφαλαίου), κατατάσσοντας πλέον την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ με την υψηλότερη φορολογία στα ακίνητα.
Από τη φορολογική επιβάρυνση των τελευταίων ετών δεν εξαιρέθηκαν τελικά ούτε και οι έμμεσες επενδύσεις στην ακίνητη περιουσία, καθώς κατά το 2016 ανατράπηκε δραματικά και το ευνοϊκό φορολογικό πλαίσιο για τις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας (ΑΕΕΑΠ).