Στην αφετηρία μπαίνει η διαδικασία προκήρυξης του διεθνούς ανοιχτού διαγωνισμού για το εμβληματικό έργο ανάπλασης του εκθεσιακού κέντρου της ΔΕΘ στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, έπειτα από το «πράσινο φως» που άναψε σήμερα η αρμόδια κυβερνητική επιτροπή για την ένταξη του πολυαναμενόμενου πρότζεκτ στο Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, μέσω σύμβασης παραχώρησης για 35 χρόνια.
Ο διαγωνισμός αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί έως το πρώτο εξάμηνο του 2026 και η κατασκευαστική περίοδος να αρχίσει αμέσως μετά.
Το σύνολο των εργασιών, οι οποίες θα γίνονται και θα παραδίδονται τμηματικά, ώστε να μη διακοπεί η λειτουργία του διεθνούς εκθεσιακού και συνεδριακού κέντρου της Θεσσαλονίκης, εκτιμάται πως θα έχει ολοκληρωθεί έως το 2031, αργότερα δηλαδή σε σχέση με τον αρχικό προγραμματισμό για παράδοση του έργου το 2026, στην επέτειο των 100 ετών από την ίδρυση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ). Η επίδραση στη συνολική οικονομική δραστηριότητα της πόλης μετά από την ολοκλήρωση του έργου εκτιμάται ότι θα ανέρχεται στα 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Συμφωνία για το μοντέλο χρηματοδότησης του έργου, ύψους επένδυσης 300 εκατ. ευρώ
Στο μεταξύ, ύστερα από παραγωγική διαβούλευση και διεξοδική ανταλλαγή απόψεων με τους εμπλεκόμενους φορείς της Θεσσαλονίκης (Δήμος Θεσσαλονίκης) και της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, που θα χρηματοδοτήσει μέρος του έργου, υπήρξε συμφωνία σχετικά με το βέλτιστο μοντέλο χρηματοδότησης. Βάσει αυτού, το έργο θα υλοποιηθεί μέσω σύμπραξης ιδιωτικών και δημόσιων πόρων.
Όσον αφορά στον προϋπολογισμό του έργου, θα απαιτηθούν συνολικές επενδύσεις ύψους 300 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με κοινή ανακοίνωση του Υπερταμείου και της ΔΕΘ-Helexpo AE. Η δημόσια συμμετοχή δύναται να ξεπεράσει το 1/3 του προϋπολογισμού του έργου με εξασφαλισμένους πόρους έως 120 εκατ. ευρώ (αθροιστικά από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το Περιφερειακό Πρόγραμμα ΕΣΠΑ της Κεντρικής Μακεδονίας). Η καταβολή του ποσού της δημόσιας συμμετοχής θα πραγματοποιηθεί κατά την πενταετία της κατασκευής του έργου και οι υπόλοιποι πόροι θα προέλθουν από ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης και τραπεζικό δανεισμό.
Διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΘ
Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση, ο δημόσιος χαρακτήρας της ΔΕΘ-HELEXPO διασφαλίζεται οριστικά, καθώς η εταιρεία παραμένει 100% θυγατρική του Υπερταμείου. Η σύμβαση παραχώρησης θα προβλέπει πως ο ιδιώτης που θα οριστεί ανάδοχος μετά τον διαγωνισμό, θα κληθεί να παράσχει υπηρεσίες στη ΔΕΘ-HELEXPO, η οποία είναι ο αναθέτων φορέας του έργου.
Η έγκριση από την αρμόδια κυβερνητική επιτροπή αποτελεί, σύμφωνα με την ανακοίνωση, κομβικής σημασίας εξέλιξη για το σύνθετο και απαιτητικό έργο της ανάπλασης. «Η διυπουργική συνεργασία και συνδρομή πολύτιμης βοήθειας ήταν σημαντική στην εξέλιξη του έργου. (Υπουργείο Οικονομικών, Ενέργειας και Περιβάλλοντος, κ.α.). Μέχρι σήμερα το Υπερταμείο και η ΔΕΘ-HELEXPO έχουν ολοκληρώσει με επιτυχία μια σειρά κρίσιμων βημάτων, τα οποία αποτελούσαν προϋπόθεση για την διεξαγωγή του διαγωνισμού.
Αναλυτικότερα, έχουν ολοκληρωθεί όλες οι απαραίτητες προκαταρκτικές μελέτες, εκπονήθηκαν και αξιολογήθηκαν ποικίλα σενάρια με διάφορες χρηματοοικονομικές παραδοχές, ενώ πραγματοποιήθηκε και μια πρώτη διαβούλευση με την αγορά.
Κατά τη διάρκεια ωρίμανσης του έργου αξιοποιήθηκε γνώση από διεθνείς και εγχώριους εμπειρογνώμονες, με εμπειρία και τεχνογνωσία σε παρεμφερή έργα, οι οποίοι εργάστηκαν εντατικά και συνεργάστηκαν αρμονικά με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη» υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση.
Το χρονοδιάγραμμα και τα οφέλη
Η ωρίμανση των τευχών του διαγωνισμού θα πραγματοποιηθεί από τη μονάδα PPF (Project Preparation Facility) του ΤΑΙΠΕΔ, ενώ η διοίκηση της ΔΕΘ – HELEXPO, υπό τον συντονισμό του Υπερταμείου, θα παρακολουθεί στενά την εξέλιξη του έργου και το χρονοδιάγραμμα, βάσει του οποίου εντός του 2025 αναμένεται να έχουν ολοκληρωθεί οι μελέτες και να έχει δημοσιευτεί το τεύχος του διαγωνισμού.
Έως το πρώτο εξάμηνο του 2026 προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί ο διαγωνισμός και να έχει αναδειχθεί ο ανάδοχος, ενώ στο δεύτερο εξάμηνο του ίδιου έτους αναμένεται να εκκινήσει η κατασκευαστική περίοδος.
Το έργο, αναφέρεται στην ανακοίνωση, αναμένεται να αναβαθμίσει σημαντικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων, δεδομένου ότι σχεδόν το 60% της έκτασης του εκθεσιακού κέντρου μετατρέπεται σε μητροπολιτικό πάρκο με πυκνή φύτευση, σε συνέχεια συμφωνίας με τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Δημιουργείται με άλλα λόγια «πνεύμονας πρασίνου» μέσα στην πόλη, ανοικτός και προσβάσιμος 365 μέρες το χρόνο.
Η πρόσβαση στους κοινόχρηστους χώρους και στους χώρους πρασίνου θα είναι ελεύθερη και δωρεάν για όλους, 365 μέρες το χρόνο. Θα γίνουν περισσότερες από 3.000 νέες δενδροφυτεύσεις, ενώ θα διατίθενται σε κατοίκους και επισκέπτες της πόλης 100.000 τ.μ. πρασίνου, χωρίς περίφραξη.
Επιπλέον, δημιουργούνται νέοι κοινόχρηστοι και ανοικτοί χώροι, οι οποίοι θα είναι συν 11.500 τ.μ. (επιπλέον των 100.000) στο Πάρκο Αγ. Φωτεινής και 10.800 τ.μ. περιμετρικά της ΔΕΘ. Οι νέες υποδομές και εγκαταστάσεις θα είναι σχεδιασμένες, ώστε να μειώνουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα από την ανθρώπινη δραστηριότητα (πράσινες και έξυπνες τεχνολογίες).
Ο δε χώρος στάθμευσης που θα δημιουργηθεί (με 1.300 νέες θέσεις), συνδυαστικά με τη λειτουργία του Μετρό Θεσσαλονίκης, θα συνδράμει στην αποσυμφόρηση του κυκλοφοριακού προβλήματος που υπάρχει στην πόλη. Θα αναδειχθούν επίσης εγκαταστάσεις που θα ενισχύσουν τη σύγχρονη πολιτιστική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης (Μουσείο MOMus, Μουσείο Ιστορίας ΔΕΘ, Αλεξάνδρειο Μέλαθρο Θεσσαλονίκης).
Στο επίπεδο της οικονομίας, τα οφέλη είναι επίσης πολλαπλά: πρώτον, η ΔΕΘ γίνεται πραγματικά διεθνής με σύγχρονες υποδομές και εγκαταστάσεις ικανές να φιλοξενήσουν επισκέπτες από το εξωτερικό.
Δεύτερον, ενισχύεται το προφίλ της Θεσσαλονίκης ως διεθνούς τουριστικού προορισμού και επιχειρηματικού κόμβου για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Τρίτον, το αναβαθμισμένο εκθεσιακό προϊόν της πόλης εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε σημαντική επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου.
Τέταρτον, η επίδραση στη συνολική οικονομική δραστηριότητα της πόλης μετά από την ολοκλήρωση του έργου εκτιμάται ότι θα ανέρχεται στα 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Πέμπτον, η ανάπλαση θα επιφέρει άμεσα και έμμεσα σημαντική ενίσχυση στην αγορά εργασίας (πάνω από 1.500 θέσεις εργασίας/χρόνο μετά την ολοκλήρωση) και, έκτον, θα ενισχυθεί δραστικά ένας από τους πλέον αποδοτικούς κλάδους (εκθεσιακές/συνεδριακές δραστηριότητες), ο οποίος δημιουργεί πολλαπλασιαστικά οφέλη για την τοπική οικονομία.