Κατά τέσσερις βαθμίδες αναβάθμισε ο διεθνής Μη Κυβερνητικός Οργανισμός Carbon Disclosure Project (CDP) την ΔΕΗ, από «D-» σε «Β-», σε θέματα μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Με τον μετασχηματισμό να βρίσκεται σε τροχιά υλοποίησης, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση, ο Όμιλος ΔΕΗ βελτιώνει διαρκώς τις επιδόσεις του σε κρίσιμους τομείς που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, και κατατάσσεται πλέον στο 37% των εταιρειών που αξιολογήθηκαν με «Β-» από τον CDP, θέση υψηλότερη σε σχέση με τον μέσο όρο παγκοσμίως.
Όπως σημειώνεται, η αναβάθμιση της αξιολόγησης της ΔΕΗ από τον CDP οφείλεται κυρίως στη σημαντική βελτίωση που επέδειξε σε κρίσιμους τομείς, όπως στη στρατηγική, τη διακυβέρνηση και τις πρακτικές διαχείρισης κινδύνων και ευκαιριών, καθώς επίσης στον τρόπο με τον οποίο υπολογίζει τις εκπομπές CO2 και υλοποιεί δράσεις και στρατηγικές που στοχεύουν στον μετριασμό του αρνητικού αντικτύπου στο κλίμα και το περιβάλλον.
Η συγκεκριμένη αναβάθμιση είναι αποτέλεσμα της υλοποίησης της στρατηγικής απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων και ανάπτυξης των ΑΠΕ του Ομίλου και των δεσμεύσεων για μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2040 (Net Zero).
Η ΔΕΗ, στο πλαίσιο του «πράσινου» μετασχηματισμού της που βρίσκεται σε εξέλιξη, έχει παρουσιάσει μείωση περίπου 30% της έντασης εκπομπών CO2 από το 2020.
Παγκοσμίως ο διεθνής Οργανισμός CDP θεωρείται πρότυπο περιβαλλοντικής αναφοράς, αξιολογώντας το 2023 περισσότερες από 23.000 εταιρείες, οργανισμούς, κράτη, περιφέρειες και πόλεις σε όλη την υφήλιο. Από την ίδρυσή του το 2000, μέχρι και σήμερα, ο CDP εστιάζει στην οικοδόμηση μίας βιώσιμης οικονομίας, εξετάζοντας δεδομένα σχετικά με τις επιπτώσεις που επιφέρουν, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επιχειρήσεις και τα κράτη στο κλίμα, τα δάση και την ασφάλεια των υδάτων.
Συνεργάζεται με επιχειρήσεις και κυβερνήσεις που γνωστοποιούν τις δράσεις και τους στόχους τους σε θέματα σχετικά με τη μείωση των εκπομπών ρύπων, τη διαχείριση κλιματικών κινδύνων και ευκαιριών, το περιβαλλοντικό αποτύπωμά τους, καθώς και τις πρακτικές βελτίωσης της βιωσιμότητάς τους.
Ο διευθυντής Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ομίλου ΔΕΗ, Αχιλλέας Ιωακειμίδης δήλωσε:
«Η σημαντική αναβάθμιση της αξιολόγησής μας από τον CDP, σε έναν μόλις χρόνο, έχει ουσιαστική σημασία τόσο για τη ΔΕΗ όσο και για το ευρύτερο οικοσύστημα και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Καταδεικνύει ότι η στρατηγική Βιώσιμης Ανάπτυξης υλοποιείται οριζόντια σε όλο τον Όμιλο και ανταποκρίνεται σε μετρήσιμους στόχους που έχουν αναληφθεί.
Παράλληλα, επιβεβαιώνει και αναγνωρίζει με τον πλέον αξιόπιστο και επιστημονικό τρόπο τον μετασχηματισμό που συντελείται στον Όμιλο, ο οποίος εκτός από βασική στρατηγική επιλογή για τη δημιουργία αξίας για τους μετόχους μας, συμβάλλει και στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Στοχεύουμε σε μείωση έντασης εκπομπών CO2 κατά 74% το 2030, μηδενικό καθαρό ανθρακικό αποτύπωμα (Net Zero) μέχρι το 2040 και αύξηση της διαμοιραζόμενης αξίας στο περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία».
Η ΔΕΗ σημειώνει στην ανακοίνωσή της τα εξής: «Ο όμιλος ΔΕΗ βρίσκεται σε μία συνεχή πορεία «πράσινου» μετασχηματισμού με την αύξηση των επενδύσεων σε ΑΠΕ και τη σταδιακή απόσυρση λιγνιτικών μονάδων να είναι στο επίκεντρο του ενεργειακού σχεδιασμού. Έχοντας ως στόχο να γίνει ηγέτης καθαρής ενέργειας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή, ο όμιλος αλλάζει και θέτει νέες βάσεις για το μέλλον.
Σύμφωνα με το business plan για την περίοδο 2024-2026 που παρουσίασε η διοίκηση του ομίλου στο Capital Markets Day 2024 στο Λονδίνο, η επόμενη τριετία θα είναι η τριετία των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην παραγωγή, αφού το 2026 η εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ του Ομίλου θα διπλασιαστεί σε σχέση με σήμερα και θα φτάσει τα 8,9GW.
Σε τρία χρόνια, οι ΑΠΕ θα αποτελούν το 68% του συνόλου της εγκατεστημένης ισχύος του ομίλου ΔΕΗ, μέσα από επενδύσεις και συνεργασίες σε Ελλάδα και Ρουμανία αλλά και άλλες περιοχές στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, μεταξύ των οποίων και στη Βουλγαρία».