Εκδόθηκε η πολυαναμενόμενη απόφαση c243/20 απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τον έλεγχο καταχρηστικότητας των ρητρών σε συμβάσεις δανείου σε ελβετικό φράγκο.
Παρά τις ενστάσεις απαραδέκτου της Τράπεζας Πειραιώς, το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και την αποστολή των προδικαστικών ερωτημάτων. Στην σχετική δίκη συμμετείχαν οι αρχικώς ενάγοντες δανειολήπτες (DP, SG), η Τράπεζα Πειραιώς, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Τσεχική Δημοκρατία.
Η εκδοθείσα απόφαση, όπως έχει επανειλημμένα κρίνει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανέφερε ότι σύμφωνα με την Οδηγία «Όρος σε σύμβαση ο οποίος απηχεί νομοθετική διάταξη αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου δεν μπορεί να ελεγχθεί ως προς την καταχρηστικότητά του.
Ωστόσο η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης, βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Έλληνας νομοθέτης, κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας, δεν συμπεριέλαβε το συγκεκριμένο άρθρο της Οδηγίες στον ν. 2251/1994 (Νόμος του καταναλωτή).
Σύμφωνα με την απόφαση 4/19 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αυτό συνέβη διότι παρ’ ότι δεν μεταφέρθηκε ρητά, περιλαμβάνεται εμμέσως στη νομοθεσία μεταφοράς.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής έκρινε σύμφωνα με τις σκέψεις 49 και 50 της απόφασής του, ότι «τα εθνικά δικαστήρια κράτους μέλους, δεν μπορούν να κρίνουν ότι η διάταξη αυτή ενσωματώθηκε εμμέσως στην έννομη τάξη μέσω της μεταφοράς του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της Οδηγίας, τα οποία δεν έχουν το ίδιο αντικείμενο».
Επίσης σύμφωνα με την υπ’ αρ. 39 σκέψη της εκδοθείσας αποφάσεως «Το γεγονός ότι ορισμένες ρήτρες απηχούν τέτοιες νομοθετικές διατάξεις και ως εκ τούτου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 δεν συνεπάγεται ότι το κύρος άλλων ρητρών οι οποίες περιέχονται στην ίδια σύμβαση δεν μπορεί πλέον να ελεγχθεί από το εθνικό δικαστήριο υπό το πρίσμα της εν λόγω οδηγίας.
Τέλος, έχοντας ως δεδομένη την δυνατότητα κάθε κράτους μέλους να θεσπίζει ή να διατηρεί, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή βάσει του Αρθρ. 8 της Οδηγίας, το Δικαστήριο έκρινε, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 45 σκέψη, ότι «τα κράτη μέλη διατηρούν, ειδικότερα, τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας, ως κανόνες του εσωτερικού δικαίου, σε περιπτώσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, εφόσον η εφαρμογή αυτή συμβιβάζεται με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία και με τις Συνθήκες.
Αναλυτικά οι απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα:
1) Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι ρήτρα σε σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή η οποία απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ενδοτικού δικαίου, ήτοι διάταξη που εφαρμόζεται κατ’ αρχήν, ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας των συμβαλλομένων, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ακόμη και αν δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.
2) Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι ρήτρες στις οποίες αναφέρεται το εν λόγω άρθρο, ακόμη και αν αυτό δεν έχει μεταφερθεί τυπικά στην έννομη τάξη ορισμένου κράτους μέλους, και, σε μια τέτοια περίπτωση, τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού δεν μπορούν να κρίνουν ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, έχει ενσωματωθεί εμμέσως στο εθνικό δίκαιο μέσω της μεταφοράς του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας.
3) Το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στη θέσπιση ή διατήρηση διατάξεων του εσωτερικού δικαίου οι οποίες συνεπάγονται την εφαρμογή του συστήματος προστασίας των καταναλωτών που προβλέπει η οδηγία σε ρήτρες που εμπίπτουν στο άρθρο της 1, παράγραφος 2.
Σύμφωνα με τον Πληρεξούσιο Δικηγόρο, Βασίλειο Κοντογιάννη, που παραστάθηκε για λογαριασμό των δανειοληπτών «η εκδοθείσα απόφαση είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς, ανατρέπει ως εσφαλμένη την ερμηνεία στην οποία βασίσθηκε η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με την έκδοση της υπ’ αριθμόν 4/2019 απόφασης. Ωστόσο, δεδομένου, ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση των διαφορών, η υπόθεση θα επανεισαχθεί στα εθνικά Δικαστήρια, προ περαιτέρω κρίση, για την εφαρμογή των συμπερασμάτων στα οποία το ΔΕΕ κατέληξε. Ζήτημα τίθεται για όλες τις απορριπτικές αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, που βασίσθηκαν σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου».