Διανύουμε μια ιστορική συγκυρία για την Ελλάδα, με την επικύρωση από τη Eurostat του πρωτογενούς πλεονάσματος, την έγκριση της δόσης της χρηματοδοτικής ενίσχυσης ύψους €6,3 δισ, που, σε συνδυασμό με την επικείμενη ανάκαμψη της οικονομίας το 2014 και την ήδη επιτευχθείσα προνομιακή έξοδο των τραπεζών και του ελληνικού δημοσίου στις αγορές, συμβάλλουν αναμφισβήτητα στην έξοδο της Ελλάδος από τη μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική κρίση της ιστορίας της. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της εβδομαδιαίας ανάλυσης της Alpha Bank.

Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, η προσδοκία για θετική αύξηση του ΑΕΠ από το πρώτο τρίμηνο του 2014 ενισχύεται από την αύξηση των εισπράξεων από τον εξωτερικό τουρισμό κατά 17,3% σε ετήσια βάση στο πρώτο δίμηνο 2014, από την αύξηση των εισπράξεων από τη ναυτιλία κατά 5,6%, από την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 1,5% σε ετήσια βάση στο πρώτο δίμηνο 2014, από την αύξηση της δαπάνης για δημόσιες επενδύσεις κατά 91,6% στο πρώτο τρίμηνο του 2014 και την ταυτόχρονη αύξηση των εισπράξεων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ-28 κατά 26,2% και από την αύξηση της καθαρής μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας κατά 40,9 χιλ. άτομα στο πρώτο τρίμηνο του 2014.

«Η ανάκαμψη αυτή της ελληνικής οικονομίας προέρχεται από κλάδους στους οποίους η χώρα κατέχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα (τουρισμός, γεωργία, πολλοί σημαντικοί βιομηχανικοί κλάδοι) μετά την σταδιακή άρση των εμποδίων που καθήλωναν την ανάπτυξή τους το 2011 και το 2012 και σε κάποιο βαθμό έως και τα μέσα του 2013», σημειώνεται στην ανάλυση της Alpha.

Η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της τράπεζας υπογραμμίζει πως αντίθετα με τις προβλέψεις περί κατάρρευσης και εξόδου από το ευρώ, η ελληνική οικονομία ανακάμπτει και μάλιστα με σημαντική αύξηση της απασχόλησης και με έγκαιρη έναρξη της διαδικασίας μείωσης της εξαιρετικά υψηλής ανεργίας.

Για την έξοδο στις αγορές ότι η Ελλάδα πέτυχε την έγκαιρη έξοδό της στις διεθνείς αγορές. Ωστόσο η πρόσβαση στις αγορές, δεν συνίσταται μόνο στα €3 δισ. που δανείστηκε το ελληνικό δημόσιο, με επιτόκιο 4,95% (που μειώθηκε ήδη στο 4,76% στη δευτερογενή αγορά) και με προσφορά κεφαλαίων άνω των €20 δισ. Επιπλέον, συνίσταται και στα ακόλουθα:

α) Στο ότι τα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου (ΕΓΔ) ύψους περί τα €15 δισ. τα οποία είχαν εκδοθεί με μέσο επιτόκιο άνω του 4,2%, αναμένεται τώρα να αναχρηματοδοτηθούν με μέσο επιτόκιο κάτω του 3% και με μεγάλη συμβολή από ξένους επενδυτές.

β) Στο ότι έχουν ήδη αντληθεί ίδια κεφάλαια ύψους €2,95 δισ. από τις δύο μεγάλες συστημικές τράπεζες της χώρας (Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς) και ήδη έχουν ξεκινήσει οι διαδικασίες για άντληση επιπλέον ιδίων κεφαλαίων ύψους €5,4 δισ. από την Eurobank και από την Εθνική Τράπεζα.

γ) Στο ότι έχουν ήδη αντληθεί κεφάλαια ύψους €1,25 δισ. μέσω ομολογιακών εκδόσεων με πολύ ικανοποιητικά επιτόκια από δύο συστημικές τράπεζες. Μετά από αυτές τις εξελίξεις, οι τράπεζες ήδη προχωρούν σε εξαγορά του συνόλου των προνομιούχων μετοχών τους, ύψους €4,5 δισ, που είχαν αγοραστεί από το ελληνικό δημόσιο το 2009. Ήδη η Alpha Bank προχώρησε στην εξαγορά των δικών της προνομιούχων μετοχών ύψους €940 εκατ. και επίκειται αντίστοιχη ενέργεια και από την Τράπεζα Πειραιώς και, αργότερα, και από τις δύο άλλες συστημικές τράπεζες. Όταν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, το δημόσιο χρέος της χώρας και οι δανειακές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου τον Μάιο 2014 θα έχουν μειωθεί κατά €4,5 δισ.

Τα ταμειακά διαθέσιμα ύψους 11 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) δεν θα χρειάζονται πλέον για την κάλυψη των εναπομεινάντων κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, αφού αυτές οι ανάγκες θα έχουν καλυφθεί πλήρως και με το παραπάνω από τον ιδιωτικό τομέα. Επομένως, τα διαθέσιμα του ΤΧΣ, τα οποία δεν θα έπρεπε να είχαν καταγραφεί καν στο δημόσιο χρέος, θα επιστραφούν έγκαιρα στο EFSF με αποτέλεσμα την αντίστοιχη μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης της χώρας.

Καταλήγοντας, οι αναλυτές της Alpha τονίζουν ότι με την ολοκλήρωση των αυξήσεων κεφαλαίου και των τραπεζών που είναι σε εξέλιξη, το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί απότομα από τα 318,7 δισ. ευρώ (175,1% του ΑΕΠ), στα 303,2 δισ. ευρώ (166,5% του ΑΕΠ) στους επόμενους μήνες.