Τους ανταγωνιστές της καταγγέλλει η διοίκηση της ΔΕΗ. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε, αναφέρει ότι νέοι προμηθευτές παρέχουν «ελκυστικά» πακέτα τηλεφωνικών συνδέσεων, τα οποία όμως δεν περιλαμβάνουν τις επιβαρύνσεις για τη χρηματοδότηση των χαμηλών τιμολογίων που ισχύουν για τις ευπαθείς ομάδες πληθυσμού.
«Η πρακτική αυτή δεν είναι βιώσιμη επιχειρηματικά, ούτε κοινωνικά αποδεκτή», προσθέτει.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΔΕΗ:
«Ορισμένα τιμολόγια της ΔΕΗ εμπεριέχουν μια επιβάρυνση, σε σχέση με την χονδρεμπορική τιμή, η οποία προορίζεται για στήριξη των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού (όπως είναι π.χ. οικιακοί καταναλωτές, πολύτεκνοι, αγρότες κλπ).
Ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Ενέργειας μεταπωλούν την ηλεκτρική ενέργεια στη λιανεμπορική αγορά χωρίς την επιβάρυνση αυτή και, συνεπώς, παρουσιάζοντας ένα πιο ελκυστικό τιμολόγιο, αποσπούν κάποιους πελάτες από τη ΔΕΗ.
Έτσι, αφήνουν τη ΔΕΗ και τους υπόλοιπους πελάτες να επωμίζονται μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση. Μια τέτοια πρακτική δεν είναι ούτε βιώσιμη επιχειρηματικά για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό, ούτε είναι και κοινωνικά αποδεκτή.
Η ΔΕΗ, ως σταθερός παράγοντας της αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, στηρίζει διαχρονικά τον ελληνικό παραγωγικό ιστό (βιομηχανία, αγροτική οικονομία), καθώς και τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού (οικιακοί πελάτες με χαμηλή κατανάλωση, πολύτεκνοι κλπ).
Η δήλωση ενός εξ’ αυτών των προμηθευτών στο κεντρικό δελτίο τηλεοπτικού σταθμού, στις 4/2/2010, ότι δήθεν «στις δύσκολες στιγμές που περνά ο τόπος, στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, προσφέροντας χαμηλότερα τιμολόγια» προσβάλλει τη νοημοσύνη όλων. Διότι είναι φανερό ότι, με την πρακτική που ακολουθούν, αφήνουν στους υπόλοιπους καταναλωτές μεγαλύτερα βάρη για την υποστήριξη των ευπαθών ομάδων.
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ο εν λόγω προμηθευτής έχει προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να απαλλαγεί από τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας που πληρώνουν οι υπόλοιποι προμηθευτές, και βέβαια, και η ΔΕΗ».