Το «ναυάγιο» της ιδιωτικοποίησης του ΔΕΣΦΑ με την αποχώρηση των Αζέρων της Socar και των Ιταλών της Snam, ανακοίνωσε το Υπουργείο Ενέργειας. H αρνητική αυτή εξέλιξη λαμβάνει χώρα σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή ενόψει των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης και των θεσμών για την ολοκλήρωση της β΄ αξιολόγησης.
«Εξετάστηκαν εναλλακτικές προτάσεις που έκαναν οι υποψήφιοι αγοραστές, για τη βελτίωση της αξίας μέσω εγγυοδοτικών μηχανισμών, οι οποίες διαπιστώθηκε, τελικά, ότι είναι ανεφάρμοστες εντός του κοινοτικού θεσμικού πλαισίου. Οι προτάσεις της κυβέρνησης αποσκοπούσαν στη βελτίωση της οικονομικής θέσης της εταιρείας, με βάση την αύξηση της ανακτήσιμης διαφοράς των παρελθόντων ετών, στο πλαίσιο της υφιστάμενης νομοθεσίας.
Οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν αποδεχτές, με αποτέλεσμα οι συζητήσεις να ολοκληρωθούν».
O ρόλος του πρώην υπουργού Περιβάλλοντος
Το ναυάγιο αποδίδεται, ως επί το πλείστον, στην τροπολογία του πρώην υπουργού Περιβαλλοντος Π. Σκουρλέτη για τον καθορισμό ανακτήσιμης διαφοράς περιόδου 2006-2015 του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου. Ουσιαστικά, με την τροπολογία αυτή περιορίζονται οι αυξήσεις τελών χρήσης του δικτύου και γι’αυτό η ρύθμιση -τον περασμένο Ιούλιο οπότε θεσπίστηκε -είχε προκαλέσει την αντίδραση των Αζέρων.
Εξάλλου, τότε ο εκπρόσωπος στην Ελλάδα της εταιρείας Socar Ανάρ Μαμάντοφ είχε δηλώσει ότι η τροπολογία οδηγεί στη μείωση κατά 50% της αξίας του ΔΕΣΦΑ, επισημαίνοντας ότι η τιμή που προσέφερε η SOCAR για την απόκτηση του ΔΕΣΦΑ δεν βγάζει πλέον οικονομικό νόημα με τις νέες συνθήκες.
Έκτοτε, οι διαπραγματεύσεις Αζέρων-ελληνικής πλευράς συνεχίστηκαν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, όπως φανερώνει η σημερινή εξέλιξη. Η Socar είχε δώσει στην ελληνική κυβέρνηση τελεσίγραφο να γίνουν δεκτά όσα έχουν συμφωνηθεί ώστε να ανανεώσει την εγγυητική της επιστολή. Οι προτάσεις όμως, που είχαν συζητηθεί δεν έγιναν δεκτές και ως αποτέλεσμα οι Αζέροι δεν ανανέωσαν την εγγυητική επιστολή.
Επίσης, η διαφορά που οδήγησε στο ναυάγιο του ΔΕΣΦΑ οφείλεται και στη διαφωνία μεταξύ των δύο πλευρών σχετικά με το τίμημα το οποίο είχε, αρχικά τοποθετηθεί, στα 400 εκατ. ευρώ.