Στο βαρκάκι που οδεύει προς την ερημική παραλία στο νησί της Αμμουλιανής υπάρχουν μόνο τρεις επιβάτες: ένα έφηβο αγόρι στο τιμόνι, μια δεξιοτέχνις του πιάνου και μια ντίβα παγκοσμίου φήμης.
Είναι Αύγουστος του 1976, το αγόρι είναι μόλις 14 ετών και δεν μπορεί ακόμα να συλλάβει πλήρως το μέγεθος της προσωπικότητας που έχει απέναντί του. Η ντίβα πάλι, γαληνεύει.
Γελάει ξέγνοιαστα και χαίρεται που έχει απέναντί της ένα παιδί, για το οποίο δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο η διασημότητά της και με το οποίο μπορεί να συζητάει για απλά, ωραία πράγματα, όπως οι ιστορίες της περιοχής και των ανθρώπων της, κυρίως ψαράδων και καλλιεργητών της γης. Όταν φτάνουν στην απομονωμένη παραλία που είναι ο προορισμός τους, το αγόρι αφήνει τις δύο γυναίκες και τρέχει για κολύμπι και ψαροντούφεκο λίγο πιο εκεί.
Το αγόρι είναι ο Ντίνος Τορνιβούκας, μετέπειτα CEO του Tor Hotel Group, η πιανίστρια η διεθνούς φήμης «πατρικία του πιάνου» Βάσω Δεβετζή και η ντίβα η Μαρία Κάλας, η οποία καταλύει για 15 ημέρες στο «Eagles Palace», το νεόκτιστο τότε ξενοδοχείο της οικογένειας Τορνιβούκα στην Ουρανούπολη Χαλκιδικής, που φέτος γιορτάζει τα πεντηκοστά του γενέθλια.
Οι τρεις τους αναχωρούν κάθε πρωί γύρω στις 11.30 για την ερημική παραλία απέναντι απ’ τα Δρένια, η οποία έχει σήμερα ονομαστεί «Φάκα», όπου η Κάλας μπορεί να απολαύσει την ηρεμία μακριά από όλα και όλους. Όπως διηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ντίνος Τορνιβούκας, όταν η Κάλας σχεδίαζε τις τελευταίες αυτές διακοπές της (σ.σ. πέθανε έναν χρόνο μετά στο Παρίσι), της προτάθηκαν δύο μέρη για να επισκεφτεί: το πρώτο ήταν η Λήμνος και το εμβληματικό «Ακτή Μύρινα».
Και το δεύτερο, το «Eagles Palace», ένα ξενοδοχείο που είχε μόλις γιορτάσει τα τρίτα γενέθλιά του, σε μια περιοχή μέχρι πρότινος δυσπρόσιτη και άγρια, όπου κάποτε κατέφθαναν συνήθως, μετά από πολύωρη οδήγηση, μόνο όσοι ήταν αποφασισμένοι να περάσουν τις πύλες του Αγίου Όρους. Η μεγάλη Ελληνίδα της όπερας διάλεξε το δεύτερο: «θέλω να πάω κάπου όπου θα έχω ησυχία» αποφασίζει και καταφτάνει στην Ουρανούπολη.
«Μένει στο απόμερο “Bungalow 15”, που μέχρι σήμερα φέρει το όνομά της, και καθημερινά, αφότου πάρει το πρωινό της, ξεκινάμε με το ταχύπλοο για την παραλία στην Αμμουλιανή, την οποία διάλεξε αφότου είδαμε τις ακτές σε όλο το νησί. Εγώ οδηγούσα σκάφος από τα οκτώ μου, οπότε δεν ήταν δύσκολο να την πάω μέχρι εκεί. Δεν συνειδητοποιούσα ακριβώς ποια ήταν και δεν έβλεπα την ώρα να πάω για ψαροντούφεκο μόλις την αφήσω στην παραλία.
Νομίζω πως της άρεσε πάρα πολύ ότι ήταν μόνο ένα δεκατετράχρονο παιδί μαζί της, που δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στο ότι ήταν η Μαρία Κάλας. Της άρεσε να λέμε ιστορίες για την περιοχή, θυμάμαι να της λέω πώς η οικογένειά μας βρέθηκε εκεί και πώς δημιουργήθηκε το ξενοδοχείο. Ήταν πάρα πολύ χαρούμενη και ξέγνοιαστη» λέει ο Ντίνος Τορνιβούκας, ο οποίος έγινε μάρτυρας πολλών ακόμα ιδιαίτερων αφίξεων στο οικογενειακό ξενοδοχείο.
Όταν μια «Ferrari» φέρνει στην Ουρανούπολη την πιο «κρυστάλλινη» οικογένεια της Ευρώπης
Είναι καλοκαίρι του 1974 και ο Ντίνος Τορνιβούκας μόλις 13 ετών, όταν μέσα από το ορεινό τοπίο του τρίτου «ποδιού», με τους φιδογυριστούς δρόμους, ξεπροβάλλει ένα αυτοκίνητο, που όμοιό του η περιοχή δεν είχε ξαναδεί. Ο έφηβος εντυπωσιάζεται από την κατακόκκινη, τετραθέσια «Ferrari», ελαφρώς σκονισμένη από το ξερό χώμα του καλοκαιριού, η οποία ακολουθείται από μια πομπή αυτοκινήτων.
Στη Ferrari επιβαίνει το ζεύγος Σβαρόφσκι με τις δύο κόρες του, συνεχιστές της επιχειρηματικής αυτοκρατορίας της βιομηχανίας γυαλιού και κρυστάλλου, που ο πρόγονός τους, Daniel Swarovski, είχε ιδρύσει το 1895.
Οι Σβαρόφσκι έχουν εντοπίσει στην περιοχή χάρη σε ένα μικρό τουριστικό γραφείο, με έδρα το γραφικό Ίνσμπρουκ. «Οι Σβαρόφσκι ήταν αυτό που λέμε “ψαγμένοι” ταξιδιώτες. Έψαχναν να βρουν μέρη της Ευρώπης, που δεν είχαν ακόμα “ανακαλυφθεί” από τον μαζικό τουρισμό. Προφανώς στο να γίνει ορατή η περιοχή σε αυτούς έπαιξε ρόλο η φήμη του Αγίου Όρους» θυμάται ο Ντίνος Τορνιβούκας.
Στο βιβλίο επισκεπτών VIP του Eagles Palace υπάρχουν σήμερα πάνω από 500 υπογραφές: ο Φραντς Γιόζεφ Στράους, πρωθυπουργός του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας (1978-1988), γνωστός ως «ο μη εστεμμένος βασιλιάς» της περιοχής, υπογράφει στο βιβλίο στα ελληνικά: «Καλή τύχη. Ευχαριστούμε».
Οι τελευταίοι απόγονοι του ρωσικού οίκου των Ρομανόφ, εκθρονισμένοι από το 1917, αλλά ακόμα συνοδευόμενοι από την αίγλη της κυβερνώσας δυναστείας του Βασιλείου της Ρωσίας και κατόπιν της Ρωσικής Αυτοκρατορίας για τρεις αιώνες, καταλύουν κι αυτοί στο ξενοδοχείο.
Το ίδιο και ο Κροίσος Αγά Χαν, λάτρης των λαχανικών, των ζώων και των περιπάτων στην περιοχή. «Στο ξενοδοχείο έχουν μείνει όλοι οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας μεταπολεμικά, σχεδόν όλοι οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας, μορφές της διανόησης, νομπελίστες και καλλιτέχνες» επισημαίνει.
Χωματόδρομοι, μαύρο πανί σε άσπρο βράχο και τηλέφωνα με μανιβέλα
Το 1966 ο Ντίνος Τορνιβούκας ήταν μόλις πέντε ετών και η περιοχή όπου μετέπειτα δημιουργήθηκε το «Eagles Palace» μια δυσπρόσιτη ερημιά. Για να φτάσεις εκεί, έπρεπε να οδηγήσεις πέντε ώρες από τη Θεσσαλονίκη (μετά το Στρατώνι δεν υπήρχε ασφαλτοστρωμένος δρόμος) και τις ημέρες που ξεχείλιζε το ποτάμι, ο ταξιδιώτης με αυτοκίνητο δεν είχε άλλη επιλογή από το να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, καθώς ξενοδοχεία στη διαδρομή δεν υπήρχαν.
Υπήρχε δε ένα καράβι από το πορθμείο της Τρυπητής, το οποίο όμως, για να σταματήσει να παραλάβει επιβάτη, ο ενδιαφερόμενος έπρεπε να απλώσει ένα μαύρο πανί σε μια συγκεκριμένη άσπρη πέτρα! Ελάχιστες ήταν οι συσκευές τηλεφώνου, με πιο χαρακτηριστική ίσως μια που λειτουργούσε με μανιβέλα στην Ουρανούπολη.
Γενικά, ολόκληρη η Χαλκιδική είχε μόλις τρία ξενοδοχεία: δύο «Ξενία», το ένα στην Ουρανούπολη (όπου διανυκτέρευαν κυρίως όσοι είχαν ως προορισμό το Άγιον Όρος) και το άλλο στο Παλιούρι, και το «Sani Club» στην Κασσανδρεία. Εκείνη την εποχή, η οικογένεια Τορνιβούκα έκανε διακοπές με σκάφος, αναζητώντας «άγνωστες» ομορφιές της Ελλάδας.
«Ήταν ένα μικρό σκάφος, 10 μέτρων, που έφερε το όνομα της μητέρας μου, “Ισμήνη”. Φτάσαμε στην περιοχή και διανυκτερεύσαμε στο “Ξενία” της Ουρανούπολης. Άρεσε τόσο η περιοχή στην οικογένεια, ώστε οι γονείς μου αποφάσισαν να αγοράσουν ένα οικόπεδο για να δημιουργήσουν ένα εξοχικό εκεί. Πόσο πήραν το οικόπεδο; Δεν γνωρίζω, αλλά σίγουρα το αγόρασαν φθηνά, αφού ήταν η εποχή που οι λιγοστοί άνθρωποι που συναντούσες σε έπιαναν μόνοι τους και σου έλεγαν “έχω οικόπεδο, ενδιαφέρεσαι;”. Στο οικόπεδο τοποθετήθηκε ένα μικρό λυόμενο για τις διακοπές μας» λέει.
Ήταν όμως η εποχή που άρχιζε η ξενοδοχειακή ανοικοδόμηση της Ελλάδας και η οικογένεια Τορνιβούκα είχε ήδη ένα «διαμάντι» στα χέρια της, το πολυτελές ξενοδοχείο «Μεντιτερανέ», που ο συνονόματος παππούς του Ντίνου Τορνιβούκα είχε δημιουργήσει το 1925 (σ.σ. στη θέση όπου βρισκόταν το καμένο από την πυρκαγιά του 1917 ξενοδοχείο “Σπλέντιτ”).
«Γιατί δεν δημιουργείτε ένα ξενοδοχείο στο οικόπεδο;» ήταν ένα ερώτημα που δεχόταν συχνά η οικογένεια. Εν έτει 1968, αρχίζει η κατασκευή του «Eagles Palace», με τους γονείς του Ντίνου Τορνιβούκα, Γιώργο και Ισμήνη, να βάζουν τον θεμέλιο λίθο. Αρχιτέκτονας είναι ο Γιώργος Γκοτζαμάνης, συμμαθητής του Γιώργου Τορνιβούκα στο κολέγιο, ο οποίος εμπνέεται από τα αγιορείτικα μοναστήρια, αλλά δεν τα πηγαίνει και τόσο καλά με τα …αυτοκίνητα.
Ζαλίζεται πολύ όταν επιβαίνει σε ΙΧ σε δρόμο με πολλές στροφές, οπότε πηγαίνει στο εργοτάξιο με «κρις κραφτ» από τον Όρμο της Παναγιάς. Δεν είναι ο μόνος που πηγαινοέρχεται: δομικά υλικά -όπως πέτρες από το Πήλιο και ανθεκτικό ξύλο καστανιάς από το Άγιον Όρος- άνθρωποι (όπως τεχνίτες της πέτρας από το Μεταγγίτσι) και πρώτες ύλες καταφθάνουν συνέχεια στην περιοχή και σιγά-σιγά το ξενοδοχείο «αφήνει το χώμα» και υψώνεται στην αγκαλιά ενός λόφου δίπλα στη θάλασσα.
Πώς βιώνει την έναρξη της δημιουργικής αυτής αναμπουμπούλας το επτάχρονο πλέον παιδί, που ήταν τότε ο Ντίνος Τορνιβούκας; «Η περιοχή ήταν ο παράδεισός μου, βουτούσα στη θάλασσα και έκανα παρέα με τους ψαράδες.
Η οικογένεια Αντωνάκη, από την οποία έχει μείνει πλέον ο ένας αδερφός από τους τρεις, ήταν πολύ κοντά μας. Ήταν ψαράδες, που αργότερα ασχολήθηκαν με την παραλία και τα θαλάσσια σπορ. Τότε εκείνοι ήταν 16-17 ετών και εγώ τους ένιωθα σαν μεγάλα μου αδέρφια. Μου έμαθαν να ψαρεύω και τους έμαθα θαλάσσιο σκι. Όταν λοιπόν άρχισε να χτίζεται το ξενοδοχείο, ένιωσα πως μου χαλούσε λίγο την ησυχία μου, μέχρι τότε είχα έναν κόσμο δικό μου!» αναπολεί.
Η ζωή στα ξενοδοχεία όμως, ήταν κάτι με το οποίο ο Ντίνος Τορνιβούκας ήταν απόλυτα εξοικειωμένος εξ απαλών ονύχων: «η οικογένειά μου είναι ξενοδόχοι από το 1925, σύντομα κλείνουμε 100 χρόνια και είμαστε η παλαιότερη αμιγώς οικογενειακή ξενοδοχειακή εταιρεία στην Ελλάδα, η οποία έχει πλέον μπει στην τέταρτη γενιά. Το να είμαι λοιπόν σε ένα ξενοδοχείο, ήταν κάτι που το έβλεπα αυτονόητο, αφού πήγαινα συχνά στο “Μεντιτερανέ” κι ερχόμουν σε επαφή με πολύ κόσμο… Δεν ήταν λοιπόν κάτι παράξενο για εμένα όλο αυτό» προσθέτει.
Μια καλογερική πόρπη, η επιστράτευση και ο μεγάλος σεισμός
Το ξενοδοχείο ολοκληρώνεται το 1973, σε μια από τις πιο μεταβατικές περιόδους στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Ποιος όμως θα επισκεφτεί ένα ξενοδοχείο «στη μέση του πουθενά»; Οι πρώτοι πελάτες που καταφθάνουν είναι Έλληνες και πελάτες του «Μεντιτερανέ». Άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα ή και την Αθήνα, που οι οικογένειές τους έμεναν στο Eagles Palace ακόμα και για τρεις μήνες το καλοκαίρι, αλλά και λίγοι, «ψαγμένοι» ξένοι, που ανακαλύπτουν την περιοχή κυρίως χάρη στο Άγιον Όρος.
Οι ημέρες περνούν ήρεμα και γαλήνια κι ολοένα περισσότεροι μπον βιβέρ λένε «πάμε στους αετούς!». Γιατί το ξενοδοχείο ονομάζεται ακόμα τότε «Αετών Μέλαθρον». Όπως εξηγεί ο κ.Τορνιβούκας, το Βυζάντιο ήταν δεμένο με τους αετούς και την ιδέα της χρήσης ενός εμβλήματος του Βυζαντίου, τη συνέλαβε με έμπνευση από τα αγιορίτικα μοναστήρια ο αρχιτέκτονάς του Eagles Palace, Γιώργος Γκοτζαμάνης.
Το δε λογότυπο προήλθε από την πόρπη μιας καλογερικής ζώνης, που η Ισμήνη Τορνιβούκα ανακάλυψε σε ένα παλαιοπωλείο στην Ουρανούπολη. Αυτή η ίδια ζώνη λειτουργεί μέχρι και σήμερα ως ο σελιδοδείκτης στο βιβλίο των επισκεπτών VIP του ξενοδοχείου.
Σιγά-σιγά γύρω από το ξενοδοχείο δημιουργείται ένα οικοσύστημα και ίσως δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το Eagles Palace «αφυπνίζει» την τουριστική ανάπτυξη του τρίτου «ποδιού» της Χαλκιδικής. Η λειτουργία του ξενοδοχείου δημιουργεί την ανάγκη για προμήθειες, οι οποίες γίνονται από την περιοχή: φορτία με φρέσκα φρούτα και λαχανικά, ελαιόλαδο, ψάρια από τους ψαράδες της περιοχής και κρέατα από τους ντόπιους κτηνοτρόφους καταφθάνουν καθημερινά στην πύλη του ξενοδοχείου. Δημιουργούνται νέα εμπορικά καταστήματα και όσα ήδη υπάρχουν γίνονται πιο οργανωμένα.
Ξεκινάει η αποκομιδή απορριμμάτων και γίνεται γεώτρηση για νερό, καθώς η περιοχή δεν υδροδοτείται και αρχικά το πολύτιμο ύδωρ καταφθάνει στο ξενοδοχείο με βυτία. Η ζωή ανθεί και όλα βαίνουν καλώς, μέχρι τη στιγμή που το 1974, ανήμερα του Προφήτη-Ηλία, κι ενώ το «Eagles Palace» λειτουργεί μόλις έναν χρόνο, κηρύσσεται γενική επιστράτευση, με αφορμή τα γεγονότα στην Κύπρο.
Η ζωή στο ξενοδοχείο περνά από τον νωχελικό ρυθμό της θερινής ραστώνης σε κατάσταση συναγερμού. Όλοι οι άντρες κάτω των 45 ετών, είτε είναι φιλοξενούμενοι είτε εργαζόμενοι, παίρνουν τον δρόμο για τα κέντρα επιστράτευσης, συμπεριλαμβανομένου του Γιώργου Τορνιβούκα. Το 70%-80% του προσωπικού του ξενοδοχείου έχει ξαφνικά φύγει.
«Εγώ ήμουν τότε 15 ετών και παρακολούθησα τη λειτουργία του ξενοδοχείου να ανασυντίθεται σε 24 ώρες. Η μητέρα μου, μαζί με τρεις-τέσσερις καμαριέρες, που νοικοκυρές στα σπίτια τους ήξεραν να μαγειρεύουν καλά, αναλαμβάνουν την κουζίνα και με πρώτες ύλες από τα τοπικά μποστάνια και τη θάλασσα ετοιμάζουν δύο-τρία φαγητά την ημέρα, μενού φτωχικό σε σχέση με τις πολλές επιλογές που υπήρχαν κανονικά, αλλά υπήρχε η απόλυτη κατανόηση των πελατών. Από την κουζίνα έβγαιναν εκείνες τις ημέρες κρέατα ντόπια, μαγειρευτό κοκκινιστό, μουσακάς, παστίτσιο, γεμιστά και ψάρι πλακί» θυμάται ο Ντίνος Τορνιβούκας.
Και μετά έρχεται ο μεγάλος σεισμός του 1978 στη Θεσσαλονίκη και το διαμάντι της οικογένειας, το «Μεντιτερανέ», καταστρέφεται. Το ξενοδοχείο είχε φτιαχθεί το 1925 από τον παππού του Ντίνου, Κωνσταντίνο, ο οποίος ήταν καπνέμπορος μεταξύ Δρέσδης και Θεσσαλονίκης και ουσιαστικά το δημιούργησε για να φιλοξενεί συνεργάτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Πιάτα για έξι στρείδια, σταχτοδοχεία για γυναικεία πούρα και καρότσια φλαμπέ
Ο εξοπλισμός του κατεστραμμένου «Μεντιτερανέ» όμως, έχει διασωθεί -και είναι εντυπωσιακός, σχεδόν πρωτόγνωρος για τα ελληνικά δεδομένα. Με εξαίρεση τα περισσότερα βαριά έπιπλα, όπως κρεβατοκάμαρες, που πωλήθηκαν, ο εξοπλισμός αυτός αναζητά νέα στέγη.
Και τη βρίσκει στο Eagles Palace: έργα τέχνης, μεταξύ των οποίων πολλοί πίνακες Γερμανών ζωγράφων, περίτεχνα σερβίτσια «Cristofle», εκκρεμή ρολόγια με γερμανικό μηχανισμό, ειδικά σκεύη -όπως πιάτο για έξι στρείδια ή σταχτοδοχείο ειδικά για γυναικεία πούρα- καρότσια για φλαμπέ, βρίσκουν τη θέση τους στο «Eagles Palace», αναβαθμίζοντας τη γαστρονομική εμπειρία των πελατών του.
«Ο μετρ του εστιατορίου μάζευε βατόμουρα από τον Χολομώντα και με αυτά -και φρέσκο γάλα της περιοχής- έφτιαχνε μπροστά στον πελάτη παγωτό φλαμπέ. Το ξενοδοχείο, όπως και το “Μεντιτερανέ”, διέθετε εξαιρετικούς σεφ, οι οποίοι μετέπειτα δημιούργησαν τα πιο γνωστά εστιατόρια και εξαιρετικές κουζίνες της Θεσσαλονίκης» λέει ο Ντίνος Τορνιβούκας.
Με παρακαταθήκη τα πρώτα 50 χρόνια, το Eagles Palace ετοιμάζεται για τον επόμενο μισό του αιώνα. «Είναι μια από τις λίγες περιπτώσεις στην Ελλάδα, που ένα ξενοδοχείο κλείνει μισό αιώνα και παραμένει ένα από τα κορυφαία resorts στην Ελλάδα. Είναι ένα ξενοδοχείο που δεν ασχολήθηκε ποτέ με τον μαζικό τουρισμό και που βρίσκεται επί 20 χρόνια τώρα στη λίστα με τα καλύτερα μικρά πολυτελή ξενοδοχεία του κόσμου.
Προσπαθούμε να το κρατάμε σε πολύ υψηλό επίπεδο με συνεχείς επενδύσεις και γύρω-γύρω υπάρχουν εκτάσεις, για τις οποίες σκεφτόμαστε πράγματα, αλλά δεν υπάρχει ακόμα κάτι ανακοινώσιμο», σημειώνει, υπενθυμίζοντας ότι στο Eagles Palace εργάζονται σήμερα οι 300 από τους συνολικά 500 εργαζόμενους του «Tor Hotel Group».