Πριν δέκα χρόνια ξέσπαγε η κρίση των ενυπόθηκων δανείων subprime, ένα γεγονός το οποίο απετέλεσε το προοίμιο για ό,τι δεκατρείς μήνες αργότερα, θα κορυφωνόταν στη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση που προκάλεσε απότομη ύφεση στο βιομηχανικό κόσμο.
Οι Αμερικανικές τράπεζες είχαν ξεκινήσει να κυκλοφορούν στην αγορά στεγαστικών δανείων πιστώσεις με επίπεδο κινδύνου υψηλότερο από το μέσο όρο των άλλων δανείων (subprime). Αυτά τα ‘τοξικά’ στεγαστικά δάνεια «συσκευάζονταν» σε χρεωστικούς τίτλους και πωλούνταν ως χρηματοοικονομικά προϊόντα υψηλής ποιότητας. Και η φούσκα διογκωνόταν συνέχεια και με αυξητικό ρυθμό στον τομέα των στεγαστικών στις ΗΠΑ, έως ότου έσπασε.
Ανάμεσα στον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2007, τα προβλήματα αρχίζουν για τα επενδυτικά κεφάλαια, τις τράπεζες και τους άλλους οργανισμούς ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, στο βαθμό που τα subprime στεγαστικά δάνεια έμεναν ακάλυπτα. Στις 9 Αυγούστου η μετάδοση της κρίσης φτάνει και στην Ευρώπη: η τράπεζα BNP Paribas αναστέλλει τρία επενδυτικά κεφάλαια λόγω έλλειψης ρευστότητας. Υστερία ξεκινά να καταλαμβάνει τις αγορές και η ΕΚΤ, όπως και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αποδύονται σε εκτεταμένες ενέσεις μετρητών για να αμβλύνουν τις εντάσεις. Αλλά η αστάθεια θα συνεχιστεί μέχρι το τελικό χτύπημα, που σηματοδοτεί η κατάρρευση της τράπεζας Lehman Brothers στις 15 Σεπτεμβρίου 2008.
Αναλυτές και ειδικοί επισημαίνουν ότι η οικονομική φούσκα κατέστη δυνατή σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της απορρύθμισης και της άρσης των ελέγχων που ακολούθησε μετά την ανάρρηση στην προεδρία του Ρόναλντ Ρέιγκαν, που οι επόμενοι πρόεδροι δεν ήθελαν ή θα μπορούσαν να επιβραδύνουν, ή να ελέγξουν. Η χιονοστιβάδα μεγάλωσε μέχρι που παρέσυρε και το σύνολο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ότι πληγές της κρίσης δεν έχουν ακόμη επουλωθεί. Αλλά μεταξύ των πολιτών παραμένει ζωντανή η εντύπωση ότι οι υπεύθυνοι ή ένοχοι αυτής της κρίσης δεν έχουν τιμωρηθεί. Η Ουάσιγκτον έστειλε μια έκθεση προς το Κογκρέσο επισημαίνοντας ότι μόνο 35 τραπεζίτες καταδικάστηκαν στα δικαστήρια για την κρίση. Και σε μια πρόσφατη έκθεση των Financial Times σημειώνεται ότι οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ έχουν πληρώσει περισσότερα από 150 δισεκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα για την συμβολή τους την κρίση.
Ας δούμε που βρίσκονται και τι κάνουν σήμερα οι πρωταγωνιστές αυτής της κρίσης, που όλος ο κόσμος εξακολουθεί να πληρώνει.
Άλαν Γκρίνσπαν:
Ο διάσημος οικονομολόγος παραδέχτηκε τον Οκτώβριο του 2008 ότι η τυφλή πίστη του στην οικονομία της αγοράς τον ώθησε να διαπράξει ένα «λάθος», υποθέτοντας πως τα συμφέροντα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα είναι πάντα ευθυγραμμισμένα με εκείνα των μετόχων τους και ότι αυτά δεν θα αναλαμβάνουν μεγαλύτερο κίνδυνο από ό, τι θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά.
Ο Γκρίνσπαν έφυγε από το αξίωμά του στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ το 2006, αρκετούς μήνες πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, αφήνοντας την να ξεσπάσει στα χέρια του υπ’ αριθμ. Δύο στην Fed Μπεν Μπερνάνκι. Λίγο μετά, ίδρυσε τη δική του οικονομική παροχή συμβουλών, την Greenspan Associates, η οποία συμβουλεύει τράπεζες και επενδυτικά κεφάλαια. Έχει επίσης υπηρετήσει ως σύμβουλος επενδύσεων της Deutsche Bank και του επενδυτικό fund υψηλού κινδύνου Paulson & Co.Ο Γκρίνσπαν προσελήφθη ως ως οικονομικός σύμβουλος στην Advisors Capital Management τον Σεπτέμβριο του 2016.
Bear Stearns και η Washington Mutual Inc.:
Η Bear Stearns παραπλάνησε τους επενδυτές της, λέγοντας ψέματα για την ποιότητα των τίτλων αυτών, που σε πολλές περιπτώσεις συνδυάζονταν με πακέτα άνευ αξίας και πολύ υψηλού κινδύνου στεγαστικών δανείων. Από την πλευρά της, η Washington Mutual εξαπάτησε τους δανειολήπτες και τους επενδυτές, πείθοντας τους πρώτους να συνάψουν δάνεια που δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν και στη συνέχεια τα περνούσε στους δεύτερους σε μορφή άλλου πακέτου τραπεζικών προϊόντων, συγκαλύπτοντας καθ ‘όλη τη διαδικασία τους πραγματικούς κινδύνους της συναλλαγής, παρουσιάζοντας πλαστά έγγραφα και άλλες παγίδες.
Η απληστία τους όμως θα τελειώσει με καταστροφικό τρόπο: η Bear Stearns θα καταρρεύσει τον Μάιο του 2008, ενώ η Washington Mutual θα αντέξει μόνο μέχρι τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Η κατάρρευση της WaMu θεωρείται -για το μέγεθος της επιχείρησης, που ήταν μεγαλύτερη τράπεζα αποταμιεύσεων στη χώρα μέχρι τότε—ως η μεγαλύτερη τραπεζική καταστροφή στην ιστορία των ΗΠΑ. Και οι δύο οργανισμοί έχουν εξαγορασθεί από τον τραπεζικό κολοσσό JP Morgan Chase, ο οποίος είχε να αντιμετωπίσει τα βαριά πρόστιμα για τις εγκληματικές ενέργειες των δύο αυτών ιδρυμάτων.
Τα περισσότερα στελέχη της Bear Stearns συνέχισαν να εργάζονται στον κόσμο των χρηματοοικονομικών, σε παρόμοιες θέσεις σε άλλες τράπεζες διεθνούς βεληνεκούς, όπως Goldman Sachs, η Bank of America, η UBS και η Deutsche Bank. Με μόνη εξαίρεση τους Ράλφ Σιζόφι και Μάθιου Τάνιν, που διαχειρίζονταν κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου που έφθασαν σε πτώχευση το 2007 και στους οποίους επιβλήθηκαν κυρώσεις για το ρόλο τους στην κρίση. Έπρεπε να πληρώσουν δύο εκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσουν τις κατηγορίες. Ο δε Διευθύνων Σύμβουλος της Bear Stearns στις παραμονές της κρίσης Τζίμι Κέιν έχει αφιερωθεί στο επαγγελματικό μπριτζ. Ο δε τοτινός Διευθύνων Σύμβουλος της Washington Mutual, Κέρι Κίλιντζερ είναι ιδρυτής και διευθυντής της επιχείρησης επενδύσεων Crescent Capital Associates.
Λιούις Ρανιέρι
Ο Ρανιέρι, τότε αντιπρόεδρος της επενδυτικής τράπεζας Salomon Brothers, είναι ο ιδρυτής και σημερινός πρόεδρος του Ranieri Partners, μια συμβουλή επενδύσεις σε ακίνητα.
Fannie Mae και Freddy Mac:
Το πρώτο από τα δύο ιδρύματα δημιουργήθηκε το 1938, ενώ το δεύτερο άρχισε να λειτουργεί το 1970. Αποστολή του ήταν να αναζωογονήσει την αγορά ενυπόθηκων δανείων, εξαγοράζοντας αυτά τα δάνεια από τις τράπεζες, προκειμένου αυτές παραχωρώντας να μπορούν να διατηρήσουν τη ρευστότητά τους και να μπορούν να εκδώσουν ακόμη περισσότερα.
Εκείνο όμως που απέτυχε κατά τη διάρκεια της φούσκας των στεγαστικών ήταν ακριβώς το γεγονός ότι οι εκδότες των στεγαστικών δανείων βρήκαν μία πολύ πιο κερδοφόρα εναλλακτική αγορά από την Fannie και Freddie, καθώς θα μπορούσαν πλέον να πωλήσουν στοιχεία ενεργητικού που δεν θα πληρούσαν τα αυστηρά κριτήρια των οργανισμών αυτών. Προκειμένου να αποφύγουν να βρεθούν ουραγοί στις τάσεις της αγοράς, γύρω από το 2006 οι Fannie και Freddy άρχισαν να αποκτούν ορισμένα ομόλογα υψηλού κινδύνου, εγγυημένα από τους οργανισμούς αξιολόγησης.
Όταν η φούσκα έσκασε, οι Fannie και Freddy, που λειτουργούν αποκλειστικά και μόνο στην αγορά στεγαστικών δανείων, κατέρρευσαν σχεδόν αμέσως και χρειάσθηκε η παρέμβαση της κυβέρνησης για τη διάσωσή τους. Μέχρι σήμερα η μοίρα τους παραμένει άδηλη.
Οι οίκοι αξιολόγησης: Moody, Standard & Poors και Fitch
Η Moody’s και η Standard & Poors κλήθηκαν να πληρώσουν πρόστιμα 864 εκατ. και 1,375 δισεκατομμύρια δολαρίων , αντίστοιχα στις αρχές των ΗΠΑ για να διευθετήσουν τις κατηγορίες που αντιμετώπισαν για χειραγώγηση των των αξιολογήσεων καθώς και για μη εφαρμογή αυστηρών κανόνων δεοντολογίας. Αυτή το δεύτερο σκέλος των κατηγοριών φαίνεται να αποτελεί τη Λυδία Λίθο για τους Οίκους. Σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που επικαλείται η εφημερίδα New York Times στα τέλη του 2015 , εντοπίσθηκαν πολλές παρατυπίες στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων των Οίκων.
Η Κάθλιν Κόρμπετ, διευθύντρια του μεγαλύτερου οίκου αξιολόγησης Standard & Poor πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2007, ίδρυσε το 2008 το Cross Ridge Capital LLC, που ειδικεύεται στα κεφάλαια υψηλού κινδύνου , το οποίο και διευθύνει. Ο Ρέιμοντ Μακντάνιελ, διευθυντής της Moody εκείνη την εποχή, συνεχίζει να διευθύνει τον ίδιο οίκο αξιολόγησης.
Goldman Sachs:
Προκειμένου να κατασιγάσει αυτές, όπως και άλλες κατηγορίες εναντίον της, η Goldman έχει καταβάλλει περισσότερα από 5 δισεκ. δολάρια σε πρόστιμα που της επεβλήθησαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της εκείνη την εποχή Λόιντ Μπλάνκφιν εξακολουθεί να βρίσκεται στη θέση του.
Τζον Πόλσον:
Από το 2011, το επενδυτικό κεφάλαιο που διευθύνει, το Paulson & Co., έχει απωλέσει τα δύο τρίτα της αξίας του, πέφτοντας από τα 36 δισεκ. δολάρια το 2011 στα 10 δισεκ. σήμερα. Ωστόσο, μια νέα επένδυσή του στην αγορά ακινήτων και στην πολιτική (στο πρόσωπο του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ) είναι δυνατόν να αναστρέψει την τάση τούτη.
Ο Πόλσον είναι ένας από τους βασικούς μετόχους των Fannie Mae και Freddie Mac, τους δύο μεγάλους οργανισμούς ενυπόθηκων δανείων που πέρασαν το 2007 στα χέρια της κυβέρνησης των ΗΠΑ προκειμένου να διασωθούν και εξακολουθούν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο του δημοσίου. Κάτοχοι μετοχών με ελάχιστη αξία σήμερα, οι επενδυτές εξακολουθούν να ελπίζουν πως οι τίτλοι τους θα εκτοξευθούν στα ύψη όταν τελικά αυτές θα ιδιωτικοποιηθούν.
Φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή θα μπορούσε να έρθει στο άμεσο μέλλον. Ο νέος υπουργός Οικονομικών Στίβ Μνούτσιν είναι ένθερμος υποστηρικτής της άποψης πως η κυβέρνηση θα πρέπει να απεμπλακεί από αυτούς τους οργανισμούς. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο υποστήριξε ο Πόλσον από την αρχή της προεκλογικής εκστρατείας του, συμμετέχοντας επίσης ως οικονομικός σύμβουλος στην επιτροπή της εκστρατείας του και κάνοντας μία δωρεά στην επιτροπή για την ανάληψη της προεδρίας ύψους 250.000 δολαρίων.
AIG:
Η πραγματικότητα όμως δεν δικαίωσε την πολιτική της. Η κατάρρευση των ενυπόθηκων δανείων έφερε την εταιρεία στο χείλος της χρεοκοπίας, αναγκάζοντας την κυβέρνηση των ΗΠΑ για σπεύσει προς διάσωσή της με ένα έκτακτο δάνειο 85 δισεκ. δολαρίων. Η επιχείρηση διάσωσης ανελήφθη μία μετά την πτώχευση της Lehman Brothers και την άρνηση της κυβέρνησης να παρέμβει σε περισσότερες διασώσεις τραπεζών. Στην περίπτωση της AIG, η κυβέρνηση υποστήριξε πως οι επιπτώσεις της κατάρρευσής της στη οικονομία θα ήταν τέτοιες, που η παρέμβαση του δημοσίου καθίστατο επιβεβλημένη.
Η AIG συνεχίζει τη λειτουργία της και σήμερα. Ο τοτινός Διευθύνων Σύμβουλος Μορίς Γκρίνμπεργκ διευθύνει το ασφαλιστικό Starr & Co. Inc. Ο Τζόζεφ Κασάνο, διευθυντής της ομάδας της AIG που πωλούνται ασφάλιστρα έναντι αθέτησης στο Λονδίνο, που θεωρήθηκε «η μεγάλη ασθενής μηδέν» της παγκόσμιας κατάρρευσης, έχει εξαφανιστεί τελείως από τη δημόσια σφαίρα.
Lehman Brothers:
Μια δικαστική έκθεση κατά τη διαδικασία αξιολόγησης για τηνεκκαθάρισή της διαπίστωσαν ότι τα στελέχη της εταιρείας είχε εμπλακεί σε «υπερβολικούς κινδύνους», διαπράττοντας «σφάλματα κρίσης» επενδύοντας με τρόπο ανεξέλεγκτο στεγαστικά δάνεια «σκουπίδια» και άλλα τοξικά στοιχεία ενεργητικού, μη προβλέποντας το τελικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, σημείωνε ότι ανώτερα στελέχη της είχαν παραποιήσει τους λογαριασμούς του χρηματοοικονομικού ιδρύματος για να συγκαλύψουν την αφερεγγυότητα του, μέχρις ότου αυτό γίνει πασιφανές.
Μετά την κατάρρευση του ιδρύματος, ο διευθύνων σύμβουλός της Ντίκ Φάλντ, ξεκίνησε το 2009 τη Matrix Advisors, μια εταιρεία συμβούλων για μικρές επιχειρήσεις, προσφέροντας συμβουλές για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και την πρόσβαση σε κεφάλαια. Ο επενδυτικός διευθυντής της Lehman Brothers, Χιου Μακ Γκι ΙΙΙ, θήτευσε σε διάφορες επιτελικές θέσεις για τη χάραξη πολιτική της τράπεζας Barclays και από το 2008 έως σημερα διευθύνει την Intrepid Financial Partners, LLC, στην ίδρυση της οποίας είχε συμβάλλει κι ο ίδιος.
Merril Lynch:
Το κύμα των αθετήσεων πληρωμής των ενυπόθηκων δανείων το 2007 έπληξε καίρια την τράπεζα. Στις 15 Σεπτεμβρίου εξαγοράστηκε από την Bank of America, με τη στήριξη του δημοσίου προκειμένου να επιβιώσει. Η Bank of America χρειάσθηκε να αναλάβει τα πρόστιμα για τις νομικές προσφυγές κατά της προηγούμενης από την κρίση δραστηριότητα της Merril Lynch, αλλά και για τις εμπιστευτικές πληροφορίες που της παρείχε το αμερικανικό κράτος σχετικά με την κατάσταση της τράπεζας κατά τη διάρκεια της εξαγοράς της.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Merril Lynch κατέληξε στο διοικητικό συμβούλιο της πολυεθνικής αλουμινίου Alcoa, λίγο μετά την κρίση. Τα κορυφαία στελέχη της, Οσμάν Σεμέρτσι και Αχμάς Λ Φακαχάνι συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους σε διάφορους τομείς. Ο πρώτος ίδρυσε την Groupuna Duet, που ειδικεύεται στη διαχείριση ιδίων κεφαλαίων με έδρα το Λονδίνο, στην οποία είναι πλέον διευθυντής, ενώ ο Φακαχάνι παραμένει στην Ουόλ Στριτ, όπου πλέον διευθύνει πολυτελή εστιατόρια.
Φιλ Γκραμ και Κρις Τοντ:
Το 1999 επέβαλε έναν νόμο με το όνομά του, το Gramm-Leach-Bliley Act, που προέβλεπε την κατάργηση των αυστηρών κανόνων στον χρηματοπιστωτικό τομέα μετά την ύφεση, επιτρέποντας Wall Street να ξεκινήσει την κερδοσκοπία υψηλού κινδύνου.
Ο τεξανός Γερουσιαστής ήταν εκείνος που έχει δεχθεί τις περισσότερες συνεισφορές από τις εμπορικές τράπεζες στις προεκλογικές εκστρατείες του στο διάστημα μεταξύ 1989 και 2002 και είναι μεταξύ των πέντε που έχουν λάβει τις περισσότερες δωρεές από την Ουόλ Στριτ. Ο Γκραμ ουδέποτε υπαναχώρησε από τη θετική άποψή του για τη δύναμη της ελεύθερης αγοράς, φθάνοντας να υποστηρίξει τον Ιούλιο του 2008ότι η οικονομική κρίση δεν ήταν παρά μια «νοητική ύφεση», μόλις τρεις μήνες μετά την κατάρρευση της Bear Stearns και πέντε πριν από την καταρράκωση της Lehman Brothers.
Μετά την αποχώρησή του από τη Γερουσία το 2002, ο Γκραμ εργάστηκε ως αντιπρόεδρος στο γραφείο επενδύσεων της ελβετικής εταιρείας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών UBS, κι εν τέλει να γίνει σύμβουλος στην εταιρεία το 2012. Τον Μάρτιο του 2016 διορίστηκε οικονομικός σύμβουλος του υποψηφίου για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για την προεδρία Τεντ Κρουζ.
Ο Δημοκρατικός Γερουσιαστής Κρις Ντοντ, πρόεδρος της επιτροπής Τραπεζών της Γερουσίας μεταξύ του 2007 και του 2010, είχε αντισταθεί στην επιβολή αυστηρότερων κριτηρίων από τις Fannie Mae και Freddie Mac, υποστηρίζοντας αντίθετα ότι οι εν λόγω οργανισμοί θα έπρεπε να εκδίδουν λιγότερο αξιόπιστα στεγαστικά δάνεια, επιχειρηματολογώντας ότι έτσι θα παρείχαν την δυνατότητα στα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού να αποκτήσουν σπίτια. Ο Ντόντ είχε λάβει στο διάστημα μεταξύ 1989 και 2008 επιχορηγήσεις για τις εκστρατείες του συνολικού ύψους 165.000 δολαρίων από τις Fannie και Freddie, περισσότερο από κάθε άλλο μέλος του Κογκρέσου, όπως τονίζει η βρετανική εφημερίδα Guardian.
Ο Γερουσιαστής του Κονέκτικατ θα είχε τον χρόνο να αποκηρύξει την πίστη του στην απορρύθμιση. Μαζύ με τον τον τότε πρόεδρο της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων Μπάρνεϊ Φρανκ, θα είναι ο κύριος συντάκτης του φερώνυμου νόμου Dodd-Frank, που υπογράφηκε από τον Μπαράκ Ομπάμα κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, και θέσπιζε αυστηρούς κανονισμούς για να τεθούν όρια στην απερισκεψία Wall Street.
Ο Ντοντ θα αποχωρήσει από την Γερουσία το 2010, για να γίνει τον Μάρτιο του 2011 διευθυντής της Ένωσης Κινηματογράφου των ΗΠΑ, που αποτελεί μία από τις κύριες ομάδες άσκησης πολιτικής πίεσης των μεγάλων στούντιο του Χόλιγουντ. Ο Ντοντ θα εγκαταλείψει τη θέση του επικεφαλής του πανίσχυρου αυτού λόμπι, τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ , El Publico