Η άποψη ότι οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν σταθεροποιηθεί πέντε χρόνια μετά την κρίση, είναι διαδεδομένη ανάμεσα στους συμμετέχοντες στο παγκόσμιο οικονομικό Φόρουμ του Νταβός.

Σύμφωνα με την παγκόσμια εποπτική αρχή Financial Stability Board βέβαια η τράπεζά του Ντάγκλας Φλιντ, (πρόεδρος της HSBC) έπρεπε να προετοιμάσει το τέλος της, όπως προβλέπει για όλα τα συστημικά χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα. O επικεφαλής της HSBC Ντάγκλας Φιντ Ντάγκλας Φιντ της HSBC

Σε περισσότερες από 10.000 σελίδες περιγράφεται τι δέον γενέσθαι σε περίπτωση κινδύνου.
Ο Ντάγκλας Φλιντ, πρόεδρος της τράπεζας HSBC, μιας από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, θα μπορούσε μάλιστα να παρουσιάσει έναν ολόκληρο κατάλογο με μέτρα που ισχυροποιούν την άποψή του: περισσότερα κεφάλαια, μεγαλύτερη ρευστότητα, αυστηροί ρυθμιστικοί κανόνες και τακτικά τεστ αντοχής.

«Η κρίση δεν είναι φυσικό φαινόμενο»

«Με εξαίρεση την αυτοκινητοβιομηχανία, πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάποιος άλλος κλάδος, που να υποχρεώνεται να παρουσιάσει τόσο λεπτομερή σχέδια σε περίπτωση που συμβεί ένα θλιβερό γεγονός το οποίο θα οδηγούσε στην κατάρρευση των πάντων», δυσφορεί ο Ντάγκλας Φλιντ.

Η αμερικανίδα Ανάτ Αντμάτι, καθηγήτρια Χρηματοπιστωτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Stanford παρομοιάζει την χρηματοπιστωτική κρίση όχι μόνο περισσότερο ως μια αλυσίδα ατυχημάτων αλλά και προσωπικής ευθύνης.

Η αμερικανίδα καθηγήτρια προειδοποιεί: «Αρκούν μικρά ατυχήματα για να τιναχτούν στον αέρα ολόκληρες τράπεζες σε περίπτωση που τα ίδια κεφάλαια είναι λίγα». Και επειδή το βάρος το σηκώνουν συνήθως οι φορολογούμενοι, όπως είδαμε με το ξέσπασμα της κρίσης, η Αντμάτι προτείνει να ισχύσει ό,τι και στην αγορά ακινήτων: αποθέματα ύψους 20% με 30% των κεφαλαίων. Βέβαια, τέτοια ρύθμιση δεν πρόκειται να υιοθετηθεί ποτέ. Η αύξηση θα φτάσει το 2 με 3% κι αυτό θεωρείται ήδη μεγάλη επιτυχία».

Το αντεπιχείρημα του επικεφαλής της HSBC είναι ότι η ενίσχυση των αποθεματικών κεφαλαίων γίνεται σε βάρος των μετόχων, με λιγότερες αποδόσεις των χρημάτων που επένδυσαν.

Και όχι μόνο αυτό. Πλήγμα θα υποστούν και εκείνοι που έβαλαν τα χρήματά τους σε ασφαλιστικούς οργανισμούς. Και σε αυτό το σημείο διαφωνεί η Ανάτ Αντμάντι. Και για να μην επαναλαμβάνει συνεχώς τα λεγόμενα του Πολ Βόλκερ, συνέγραψε μαζί με τον γερμανό συνάδελφό της Μάρτιν Χελβιγκ ένα. Ο τίτλος του: “Τα καινούργια ρούχα του τραπεζίτη”.

«Το κύριο πρόβλημα τα περιορισμένα αποθέματα»

Ο Αντονυ Γένκινς, επικεφαλής της βρετανικής Barclays, βλέπει τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. «Σήμερα το σύστημα είναι πιο ασφαλές από το 2008» λέει. «Αλλά θα πρέπει να γίνει ακόμη πιο ασφαλές. Το καθήκον της κοινωνίας είναι να καθορίσει μέσα από μια δημοκρατική διαδικασία πώς θα συνδυαστούν η ασφάλεια μιας τράπεζας με την δανειοδοτική ικανότητά της».

Ο Γένκινς έτσι, επαναφέρει ένα επιχείρημα που έχει ακουστεί κατά κόρον: όσο υψηλότερα είναι τα κεφαλαιακά αποθέματα μιας τράπεζας, τόσο λιγότερα δάνεια μπορεί να δώσει, με αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.

«Δεν θα αγγίξουν το δυτικό κόσμο»

Ορισμένοι έσπευσαν να κάνουν παραλληλισμούς με την κρίση στην Ασία του 1997. Μήπως θα έρθουν ακόμη χειρότερα; Πρόκειται για το προοίμιο νέας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης;

Όχι, απαντά ο Χόλγκερ Σμίντιγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Μπάρενμπεργκ. «Δεν νομίζω ότι βρισκόμαστε ενώπιον νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης», λέει. «Αλλά βέβαια είναι αλήθεια πως ένα τμήμα του κόσμου μας, δηλαδή οι αναδυόμενες οικονομίες, βρίσκονται αντιμέτωπες με σοβαρές προκλήσεις, που θα μπορούσαν να πάρουν τη μορφή χρηματοπιστωτικής κρίσης. Πάντως ο δυτικός κόσμος βρίσκεται πλέον σε καλύτερη θέση και έτσι δεν πιστεύω ότι μπορούν να αγγίξουν όλα αυτά το δυτικό κόσμο».

Σε φάση «αποτοξίνωσης»
Αλλά οι αναδυόμενες οικονομίες δεν είναι όλες στην ίδια κατάσταση. Προβλήματα αντιμετωπίζουν κυρίως χώρες που βρίσκονται σε πολιτική κρίση, όπως η Τουρκία ή η Αργεντινή, υποστηρίζει ο Κρίστοφ Τσβέρμαν, από τον ομώνυμο οίκο οικονομικών αναλύσεων. Άλλες με νομισματικά αποθέματα, όπως η Ινδία ή η Βραζιλία, θα μπορούσαν πιο εύκολα να αντιμετωπίσουν πιθανή κρίση. Ένας από τους λόγους των αναταράξεων είναι η αλλαγή πολιτικής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ.

Η Βραζιλία για παράδειγμα, όπως και η Ινδία πάσχει από έλλειψη μεταρρυθμίσεων. Και οι δύο χώρες επιμένουν σε μέσα προστατευτισμού για την προστασία τη δικής της οικονομίας.

Στην Τουρκία η διαφθορά πήρε διαστάσεις πολιτικής κρίσης. Αυτό έκανε τους επενδυτές πιο προσεκτικούς και έτσι το οικονομικό μπουμ σταμάτησε προσωρινά.

Η Αργεντινή, ουδέποτε ξεπέρασε στην πραγματικότητα την κρίση του νομίσματός της.

Στην Ινδονησία δεν υπάρχει βιομηχανική υποδομή για βιώσιμη ανάπτυξη.

Αρα, το 2014, όπως προβλέπουν οι εμπειρογνώμονες, θα είναι μια χρονιά μετάβασης για την παγκόσμια οικονομία, μακριά από τις πολιτικές στήριξης με φρεσκοκομμένο χρήμα και πίσω σε μιαν εξέλιξη που θα βασίζεται στην ανάπτυξη.
Η ενδιάμεση φάση – ή αν θέλετε η αποτοξίνωση – δεν θα μείνει χωρίς αναταράξεις.

Επιμέλεια:Κ. Μπετινάκης