Απάντηση στην κριτική που δέχονται οι τράπεζες για τα υψηλά επιτόκια στα δάνεια και τα χαμηλά στον τομέα των καταθέσεων, δίνει η Alpha Bank, σε μελέτη που δημοσιεύεται στο τελευταίο μηνιαίο οικονομικό της δελτίο.

Όπως αναφέρεται στη μελέτη, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ και της ΤτΕ, το μέσο επιτόκιο καταθέσεων προθεσμίας διατηρείται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις χώρες της ευρωζώνης, σε σχέση από τον Ιανουάριο του 2008 έως και σήμερα.

Ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στα πολύ υψηλά επιτόκια προθεσμίας, κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2008 και του πρώτου εξαμήνου του 2009, ήταν και η προσφορά στο κοινό ομολόγων και εντόκων γραμματίων του Δημοσίου με πολύ υψηλά επιτόκια.

Τα επιτόκια των ελληνικών τραπεζών για δανεισμό τους στις αγορές ομολόγων είναι υψηλότερα από αυτά που αντιμετωπίζουν οι άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, λόγω του εξαιρετικά υψηλού περιθωρίου κινδύνου που επιβάλλεται στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, εξαιτίας των αυξημένων ελλειμμάτων και του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου.

Όσον αφορά στο περιθώριο που συμπεριλαμβάνεται στα επιτόκια για κάλυψη των πιστωτικών και άλλων κινδύνων, σε περιόδους στασιμότητας ή ύφεσης στην οικονομία, αυτό αυξάνει σημαντικά και γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί από τις τράπεζες.

Ωστόσο, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Βρετανία, Ιρλανδία, Αυστρία, κ.ά.) η επιβάρυνση των επιτοκίων, με τις διογκωμένες ζημίες από μη εξυπηρετούμενες και μη δυνάμενες να εισπραχθούν απαιτήσεις των τραπεζών, ήταν περιορισμένη, διότι οι κυβερνήσεις στις χώρες αυτές κάλυψαν με εγγυήσεις και ανέλαβαν τις ζημίες μεγάλου μέρους του ενεργητικού αυτών των τραπεζών, πράγμα που δεν έγινε στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Alpha.

Με αυτά τα δεδομένα, οι αποκλίσεις, κάτω του 0,50%, που παρατηρούνται στα επιτόκια χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις και στα καταναλωτικά δάνεια, εκτός των πιστωτικών καρτών στην Ελλάδα, είναι ελάχιστες σε σύγκριση με τη διαφορά κόστους χρηματοδοτήσεων και μη εγγυημένων επισφαλών απαιτήσεων εις βάρος των ελληνικών τραπεζών.

Στα στεγαστικά δάνεια, για τα οποία ο πιστωτικός κίνδυνος στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της ευρωζώνης είναι συγκρίσιμος, όπως αναφέρεται στη μελέτη, δεν υπάρχει καμία διαφορά στα επιτόκια. Αυτό συμβαίνει παρά το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών και παρά τη μεγάλη βοήθεια που έλαβαν από το κράτος οι τράπεζες σε πολλές χώρες της ευρωζώνης.

Όσον αφορά το επιτόκιο των νέων καταναλωτικών δανείων (πιστωτικές κάρτες και απλά καταναλωτικά δάνεια σταθερού ή κυμαινόμενου επιτοκίου), που διαμορφώνεται στην Ελλάδα σε υψηλότερο επίπεδο από το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων της ευρωζώνης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:

– Το ύψος των επιτοκίων των καταναλωτικών δανείων κυμαινόμενου ή σταθερού επιτοκίου έως ένα έτος, διαμορφωνόταν τον Ιούλιο του 2009 στο 8,36% στην Ελλάδα, έναντι 10,32% στην Ισπανία, 10,25% στην Ιταλία, 10,25% στην Ολλανδία, και 7,66% κατά μέσο όρο στη Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ).

Ο ελαφρά χαμηλότερος μέσος όρος στη ΖτΕ οφείλεται στο χαμηλό επιτόκιο χωρών, όπως η Γερμανία (5,52%), η Αυστρία (4,84%), η Φινλανδία (3,57%) και το Βέλγιο (6,44%). Η αγορά της Ελλάδος στον τομέα αυτό συγκρίνεται με την αγορά της Ισπανίας και της Ιταλίας, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την αγορά της Γερμανίας και της Φινλανδίας. Τα επιτόκια στην Ελλάδα είναι χαμηλότερα από αυτά στην Ισπανία και την Ιταλία.

– Το επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων σταθερού επιτοκίου από 1-5 έτη διαμορφωνόταν στο 8,49% στην Ελλάδα, έναντι 8,92% στην Ισπανία, 8,5% στην Ιταλία, 13,07% στην Πορτογαλία και 6,46% στη Ζώνη του Ευρώ. Το χαμηλό επιτόκιο στη ΖτΕ διαμορφώνεται κυρίως από το χαμηλό επιτόκιο στη Γερμανία (5,15%), στη Φιλανδία (5,06%), στην Αυστρία (5,1%) και στη Γαλλία (6,47%). Η Ελλάδα και πάλι έχει χαμηλότερο επιτόκιο από τις χώρες με τις οποίες συγκρίνεται η οικονομία της.

– Η Ελλάδα έχει υψηλότερο επιτόκιο στα καταναλωτικά δάνεια μέσω υπεραναλήψεων, κυρίως λόγω των καταναλωτικών πιστώσεων μέσω πιστωτικών καρτών, που έχουν υψηλό πιστωτικό κίνδυνο και χρησιμοποιούνται για δανεισμό περισσότερο στην Ελλάδα απ’ ό,τι σε άλλες χώρες της ΖτΕ.

– Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων των τραπεζών έναντι καταναλωτικών δανείων ανερχόταν ήδη στο 8,2% στο τέλος του 2008 στην Ελλάδα, έναντι πολύ χαμηλότερου ποσοστού στις άλλες χώρες της Ζώνης του Ευρώ.