Η βρετανική αγορά εργασίας εξακολουθεί να αγνοεί τις συνέπειες του Brexit καθώς, όπως δείχνουν επίσημα στοιχεία που ανακοίνωσε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, η ανεργία παραμένει στο 3,9%, το χαμηλότερο επίπεδο από το 1975.
Το τελευταίο τρίμηνο οι εργαζόμενοι έφτασαν τα 32,7 εκατομμύρια, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από το 1971, όταν ξεκίνησαν οι καταγραφές, και υπολογίζεται ότι από τον Δεκέμβριο του 2018 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2019, οι εργοδότες προσέλαβαν 179.000 άτομα.
Οι μισθοί φαίνεται ότι αυξήθηκαν κατά 3,4%, ωστόσο, μετά την αναπροσαρμογή για τον πληθωρισμό, η αύξηση στους μισθούς ήταν πιο μετριοπαθής, στο 1,5%, αφήνοντας τον πραγματικό μέσο όρο εισοδημάτων να συρρικνώνεται κάτω από το ανώτατο όριο στο οποίο είχε φτάσει πριν από μία δεκαετία.
Υπολογίζεται επίσης ότι 1,34 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν άνεργοι κατά το ίδιο τρίμηνο, καταγράφοντας πτώση 76.000 σε σύγκριση με πέρσι.
Ο υφυπουργός Εργασίας ‘Αλοκ Σάρμα καλωσόρισε τα αποτελέσματα της έκθεσης και προέτρεψε τους βουλευτές να διορθώσουν την κρίση του Brexit, πριν αντιστραφεί το κλίμα στην οικονομία. «Η αγορά εργασίας της Βρετανίας εξακολουθεί να ενδυναμώνεται, αποδεικνύοντας την αντοχή της βρετανικής οικονομίας. Αλλά δεν πρέπει να το θεωρούμε δεδομένο.
Πρέπει να δουλέψουμε εντατικά για μία συμφωνία στο Brexit που να προστατεύει αυτά τα δεδομένα και να δίνει στους εργοδότες τη βεβαιότητα για να συνεχίσουν να επενδύουν στο ανθρώπινο δυναμικό και στην αύξηση των μισθών» δήλωσε.
Ωστόσο η TUC, μία από τις μεγαλύτερες Ομοσπονδίες Εργατικών Ενώσεων της Βρετανίας, υποστήριξε ότι υπάρχει μία σύγκρουση ανάμεσα στα «ρόδινα» αποτελέσματα της έκθεσης και στην πραγματικότητα της εισοδηματικής ανισότητας, της παιδικής φτώχειας και των αυξανόμενων αιτημάτων στις τράπεζες τροφίμων από ανθρώπους που πεινούν και αγωνίζονται να συντηρήσουν τις οικογένειές τους.
Η γενική γραμματέας της TUC Φράνσις Ο’ Γκρέιντι δήλωσε ότι το πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί και ο μέσος εργαζόμενος εξακολουθεί να φέρνει στην οικογένειά του λιγότερο εισόδημα κάθε εβδομάδα, απ’ ό,τι πριν από την οικονομική κρίση. Τόνισε επίσης ότι η αύξηση 1,5% του πραγματικού εισοδήματος κατά το τελευταίο έτος δεν είναι αρκετή.
«Αυτή η μέτρια αύξηση στους μισθούς δεν μπορεί να κάνει πολλά στους εργαζόμενους που αισθάνονται μία μακροχρόνια μισθολογική συμπίεση. Και με άλλους τόσους από αυτούς στην φτώχεια να ζουν σε εργατικές κατοικίες, χρειαζόμαστε ένα περισσότερο φιλόδοξο σχέδιο για να στηρίξουμε τις θέσεις εργασίας και τους μισθούς» είπε.