«Όταν η κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία το 2019 το μεγαλύτερο πρόβλημα στην οικονομία της Ελλάδας ήταν το λεγόμενο επενδυτικό κενό, ότι η χώρα μας δεν έκανε πολλές επενδύσεις πολλά χρόνια και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να μπορεί να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη που θέλαμε όλοι.
Το πρόβλημα γινόταν πιο δύσκολο αν αναλογιστεί κανείς ότι οι εσωτερικές αποταμιεύσεις ήταν αρνητικές και άρα για να καλύψουμε το κενό έπρεπε να εισρεύσουν κεφάλαια από το εξωτερικό» είπε ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης, μιλώντας στο συνέδριο για την οικονομία του Ελληνοαμερικάνικου Επιμελητηρίου.
«Τα καλά νέα είναι ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις φέτος θα φτάσουν σε επίπεδα ρεκόρ παρά την παγκόσμια αβεβαιότητα, τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή και πληθωριστική κρίση» πρόσθεσε.
Στη συνέχεια είπε ότι το οικονομικό σχέδιο της κυβέρνησης ήταν ένα τρίγωνο και αναφέρθηκε στις τρεις πλευρές του.
«Η πρώτη ήταν το δημοσιονομικό μείγμα, το ότι οι φόροι είχαν αυξηθεί πολύ, στην εργασία και το κεφάλαιο και αυτό ήταν τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη. Το πρώτο μέλημα της κυβέρνησης ήταν να βρει τον δημοσιονομικό χώρο αλλά και την ευκαιρία, που δόθηκε με τον κορωνοϊό, να αλλάξει αυτό το μείγμα στο πλαίσιο βέβαια της δημοσιονομικής πειθαρχίας και σταθερότητας» είπε σημειώνοντας ότι έχουμε δει σημαντικές μειώσεις φόρων, ειδικά στην εργασία την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών σχεδόν 5 μονάδες, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης κλπ και στο κεφάλαιο τη μείωση του εταιρικού φόρου στο 22%, του φόρου μερισμάτων στο 5% κλπ.
«Η δεύτερη πλευρά του τριγώνου της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης είναι οι μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση έχει ψηφίσει σχεδόν 400 νομοσχέδια. Η κυβέρνηση δεν έχει απωλέσει τον μεταρρυθμιστικό της οίστρο παρόλο που βρισκόμαστε μερικούς μήνες πριν από τις εκλογές. Για τις επενδύσεις ήταν πολύ σημαντικές οι παρεμβάσεις στην ενέργεια, η απλοποίηση των αδειών για τις ΑΠΕ, η ψηφιοποίηση» σημείωσε.
«Η τρίτη πλευρά του τριγώνου είναι οι τράπεζες. Το 2019 το τραπεζικό σύστημα ήταν ένας παράγοντας συστημικής αστάθειας διότι τα κόκκινα δάνεια ήταν περίπου το μισό χαρτοφυλάκιο και φυσικά δεν μπορούσε να υπάρξει πιστωτική επέκταση όταν τα μισά υφιστάμενα δάνεια παρέμεναν κόκκινα» πρόσθεσε ο κ. Πατέλης.
Επισήμανε ότι με την βοήθεια του σχεδίου «Ηρακλής» οι τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια σε μονοψήφιο ποσοστό. «Επίσης ο νόμος για την δεύτερη ευκαιρία για πρώτη φορά δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο αναδιάρθρωσης των ιδιωτικού χρέους και πτώχευσης στη χώρα μας.
Κάτι που δεν υπήρχε πριν και σήμερά έχουμε τον λεγόμενο εξωδικαστικό συμβιβασμό στον οποίο μπορεί να προσφύγει κάποιος που έχει χρέη σε τράπεζες και το δημόσιο και να κάνει αναδιαρθρώσεις» είπε υπογραμμίζοντας ότι η κυβέρνηση πιέζει προς την κατεύθυνση περισσότερων τέτοιων ρυθμίσεων.
«Σήμερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι υγιές και έχει έρθει η ώρα της αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, το οποίο κατέχει μεγάλο ποσοστό μετοχών στις ελληνικές τράπεζες και ήρθε η ώρα να αυξηθεί ο ανταγωνισμός στο τραπεζικό σύστημα.
Σε συνεργασία με την ΤτΕ μελετάμε και την άρση των νομικών εμποδίων για δράσεις fintech στην χορήγηση πιστώσεων και άλλων τέτοιων παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό» είπε.
«Για παράδειγμα, το σύστημα ΙΡΙΣ που ανήκει στην ΔΙΑΣ σήμερα προσφέρει φθηνότερες άμεσες πληρωμές αρκεί να έχει ενεργοποιηθεί και από τα δυο μέρη. Είναι συστήματα τέτοια που θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών στο μέλλον» πρόσθεσε.
Καταλήγοντας ο κ. Πατέλης ανέφερε ότι μπροστά μας είναι ο στόχος της επενδυτικής βαθμίδας το 2023. «Οι οίκοι αξιολογήσεις κοιτούν 3 πράγματα, το χρέος που πρέπει να βρίσκεται σε σταθερά μειούμενη πορεία, ο λόγος χρέους ΑΕΠ στη χώρας μας φέτος θα μειωθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, η επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας μέσω των επενδύσεων και οι μεταρρυθμίσεις» είπε υπογραμμίζοντας ότι το μεγάλο στοίχημα του 2023 είναι οι διπλές εκλογές.
«Μετά την αυτοδυναμία θα δοθεί το σήμα για ακόμη περισσότερες επενδύσεις, καθότι η πολιτική αβεβαιότητα θα έχει αρθεί, και κυρίως οι δύο τετραετίες θα δείξουν στους επενδυτές ότι η χώρα μας είναι σοβαρή και θέλει να παραμείνει στην τροχιά της ανάπτυξης» ανέφερε.