Σε μείωση των διαθέσιμων αποθεμάτων, ακόμα και σε σταδιακή απόσυρση από την αγορά οδηγούνται νοσοκομειακά σκευάσματα τα οποία καλύπτουν ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών ασθενών, εξαιτίας του claw back, των υπερβολικών δηλαδή επιστροφών από την υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης. 

Για το 2018, το νοσοκομειακό claw back έφτασε στο 40% της τιμής του κάθε φαρμάκου, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να κρίνουν ασύμφορη την κυκλοφορία μιας σειράς σκευασμάτων. Μια τέτοια περίπτωση είναι ένα προϊόν αίματος, τα αποθέματα του οποίου μειώνονται με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται οι ανάγκες των ασθενών, ενώ δεν αποκλείεται και η οριστική απόσυρση. 

Το Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ), αναλαμβάνει σε περιπτώσεις έλλειψης αναντικατάστατων σκευασμάτων, να κάνει έκτακτες εισαγωγές. Όμως, η τιμή τη στιγμή της έλλειψης, είναι πολλαπλάσια σε σχέση με αυτήν στην οποία προμηθεύονταν τα νοσοκομεία μέσω της εγχώριας αγοράς. Επομένως, το δημόσιο σύστημα υγείας αναγκάζεται τελικά να πληρώσει πολύ παραπάνω. Την ίδια ώρα, χαμένη βγαίνει και η εκάστοτε εταιρεία που έχει αναγκαστεί να αποσύρει ένα προϊόν από την αγορά.     
 

Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, χρειάζεται αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης σε αντιστοιχία με τις ανάγκες των ασθενών, ώστε να μειωθούν τα τεράστια ποσά που αναγκάζονται να επιστρέφουν οι φαρμακευτικές εταιρείες. 

Ειδικά για τα παράγωγα αίματος, ο ΣΦΕΕ και η ΠΕΦ έχουν ζητήσει να εξαιρεθούν από το claw back και να ενταχθούν σε ειδικό κονδύλι. Τα προϊόντα αυτά καλύπτουν ανάγκες συγκεκριμένων ομάδων ασθενών, επομένως δεν μπορεί να δημιουργηθεί προκλητή ζήτηση και άρα υπέρβαση. Προϋπόθεση βέβαια είναι, το κονδύλι να είναι επαρκές, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. 

Μία ακόμα πλευρά του προβλήματος των προϊόντων αίματος είναι ότι η χώρα μας είναι εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές, την ώρα που έχουν ξοδευτεί τεράστια ποσά για την κατασκευή του εργοστασίου κλασματοποίησης πλάσματος, στο Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας. Το εργοστάσιο που διαθέτει εξοπλισμό αλλά και κάποιο προσωπικό, δεν έχει λειτουργήσει ποτέ, ενώ είναι έτοιμο από το 2006. 

Αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί να επωφεληθεί η χώρα από ένα έργο που έχει στοιχίσει εκατομμύρια και ταυτόχρονα οι εισαγωγές προϊόντων αίματος να πληρώνονται σε τριπλάσια τιμή από το σύστημα υγείας! Αν τα χρήματα αυτά προστίθενταν στη φαρμακευτική δαπάνη αντί να σπαταλούνται, τα προβλήματα θα ήταν σίγουρα πολύ λιγότερα.