Δεν φθάνει η φτώχεια τους, οι Έλληνες καλούνται να πληρώσουν το ακριβότερο ηλεκτρικό ρεύμα στην Ευρώπη, αλλά και τα Βαλκάνια με αποτέλεσμα να “καταδικάζονται” σε διαρκή ενεργειακή φτώχεια.
Οι περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις πολιτικών παραγώντων για φθηνότερο ηλεκτρικό ρεύμα προφανώς κι έχουν μείνει στα λόγια, ενώ ένα νέο κύμα αυξήσεων στα σχετικά τιμολόγια θα “κάψει” τους καταναλωτές μέσα στον Αύγουστο. Παράγοντες της αγοράς κάνουν λόγο για αυξήσεις που θα υπερβούν το 30% στα οικιακά τιμολόγια. Αποδεικνύεται ότι η απόφαση της κυβέρνησης κάτω από την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κλείσει βίαια τις λιγνιτικές μονάδες παραγωγής ρεύματος ήταν βιαστική και εξόχως δαπανηρή για τους καταναλωτές, τη βιομηχανία και προφανώς την οικονομία. Η “εμμονή Χατζηδάκη” για την απολιγνιτοποίηση χωρίς η χώρα να είναι έτοιμη να αλλάξει ενεργειακό μοντέλο και χωρίς να έχουν επεκταθεί επαρκώς οι ανανεώσιμες πηγές προκαλεί “έμφραγμα” στο σύστημα και καταστροφή στην οικογενειακή οικονομία.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ευρωπαϊκού παρατηρίου τιμών οι τιμές του ρεύματος στην Ελλάδα είναι οι ακριβότερες της Ευρώπης και μάλιστα οι διαφορές είναι εξοργιστικά μεγάλες.
Με την απόφαση της ΡΑΕ οι χρεώσεις χρήσης του συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας αυξάνονται
Κάποιες αυξήσεις καταγράφονται εδώ και μήνες, ενώ η τάση θα συνεχιστεί τους αμέσως επόμενους μήνες. Το ζήτημα δεν προσφέρεται για μικροπολιτική, τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Η μέση τιμή χονδρικής στο ρεύμα τον Ιούνιο κινείται στα 80 ευρώ / Mwh έναντι… 45 ευρώ ένα χρόνο πριν. Έχει δηλαδή αυξηθεί κατά 80%.
Για τους οικιακούς καταναλωτές χαμηλής τάσης κατά 3,3%. Συγκεκριμένα η χρέωση ενέργειας ανεβαίνει στα 0,56 ευρώ ανά κιλοβατώρα από 0,542 ευρώ ανά κιλοβατώρα που ίσχυε για το 2019 και το 2020. Ταυτόχρονα αμετάβλητη παραμένει η χρέωση συμφωνημένης ισχύος παροχής ανά έτος και για την ακρίβεια στα 0,13 ευρώ ανά kVA.
Για τους οικιακούς καταναλωτές χαμηλής τάσης και δικαιούχους του ΚΟΤ και πολύτεκνους κατά 3%. Συγκεκριμένα η χρέωση ενέργειας ανεβαίνει στα 0,62 ευρώ ανά κιλοβατώρα από 0,602 ευρώ ανά κιλοβατώρα.
Για τους λοιπούς πελάτες χαμηλής τάσης, δηλαδή τις επιχειρήσεις και τον οδικό φωτισμό, κατά 6,5%.
Πιο συγκεκριμένα η χρέωση ενέργειας ανεβαίνει στα 0,52 ευρώ ανά κιλοβατώρα έναντι 0,488 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Οριακή μείωση αποφασίστηκε για τη χρέωση συμφωνημένης ισχύος παροχής ανά έτος και για την ακρίβεια πέφτει στα 0,51 από 0,52 ευρώ ανά kVA.
Για τους πελάτες μέσης τάσης (μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις), κατά 15,6%. Πιο συγκεκριμένα η χρέωση ισχύος καθορίστηκε στα 1.384 ευρώ/MW (Μεγαβάτ) μεγίστης μηνιαίως τιμής της μέσης ωριαίας ζήτησης τις ώρες αιχμής (11 π.μ. – 2 μ.μ.) ανά μήνα. Η προηγούμενη χρέωση ήταν στα 1.197 ευρώ.
Για τους πελάτες υψηλής τάσης (ενεργοβόρος και βαριά βιομηχανία) η χρέωση μειώνεται κατά 2%. Η χρέωση ισχύος καθορίστηκε στα 23.560 ευρώ ανά MW ετησίως έναντι 24.062 ευρώ.
Οι χρεώσεις είναι ρυθμιζόμενες και οι καταναλωτές δεν έχουν την ευχέρεια αναζήτησης εναλλακτικών τιμολογίων.
Συνδυασμός παραγόντων, με κυριότερο τον συνεχή καλπασμό των τιμών στο φυσικό αέριο που «χτυπούν κόκκινο» κάνοντας ρεκόρ 16ετίας, εκτινάσσουν σήμερα την χονδρική στα 136 ευρώ η μεγαβατώρα.
Και είμαστε ακόμη στην αρχή. Η αδιάλειπτη χρήση των κλιματιστικών αναμένεται τις επόμενες ημέρες να αυξήσει περαιτέρω τη ζήτηση – με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε τιμές- θέτοντας σε κατάσταση υψηλής επιφυλακής διαχειριστές, ΡΑΕ, ΥΠΕΝ, ΔΕΗ και ιδιώτες παραγωγούς.
Σοβαρή ανησυχία προς ώρας δεν διαφαίνεται, βλάβες σε μονάδες δεν υπάρχουν και η «επιστράτευση» του λιγνίτη (αυτά που δεν θέλει η κυβέρνηση που αποφάσισε σταδιακά να τα κλείσει) δημιουργούν περιβάλλον ασφάλειας για τις δύσκολες βραδινές ώρες, από τις 7 έως τα μεσάνυχτα.