H επιδείνωση των δημογραφικών μεγεθών επηρεάζει δυσμενώς την πορεία των θεμελιωδών μακροοικονομικών μεγεθών, όπως το δυνητικό προϊόν και το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, και μέσω αυτών τη χάραξη αλλά και την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής και της γενικότερης οικονομικής πολιτικής. Τα παραπάνω τόνισε ο υποδιοικητής της ΤτΕ Θεόδωρος Μητράκος, μιλώντας σήμερα σε ημερίδα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, στο πλαίσιο του Οργανισμού Έρευνας “διαΝΕΟσις”, με θέμα “Η χαμηλή γονιμότητα στην Ελλάδα, δημογραφική κρίση και πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας”.
Όπως είπε ο υποδιοικητής της ΤτΕ, η ταχεία μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού επιδρά αρνητικά στην αύξηση των τακτικών δημόσιων εσόδων μέσω της είσπραξης ασφαλιστικών εισφορών και της φορολόγησης εισοδημάτων από παραγωγικές δραστηριότητες. Σε οικονομίες μάλιστα όπως η ελληνική, που αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα έναν πολύ υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ, ο κίνδυνος αδυναμίας διατήρησης δημοσιονομικής ισορροπίας λόγω των δημογραφικών εξελίξεων δεν είναι αμελητέος.
Παράλληλα, η γήρανση του πληθυσμού συνεπάγεται αλλαγή της σύνθεσης των φόρων, καθώς μεταβάλλει τη δομή της φορολογικής βάσης, με μετατόπιση από τη φορολόγηση των εισοδημάτων από εργασία προς τη φορολόγηση της κατανάλωσης καθώς και προς τη φορολόγηση του πλούτου από τη συσσώρευση αποταμιεύσεων.
Επίσης, η μετατόπιση της κατανομής του εργατικού δυναμικού υπέρ μεγαλύτερων ηλικιών επιδρά αρνητικά τόσο στο παραγόμενο προϊόν όσο και στην παραγωγικότητα της εργασίας. Βραχυπρόθεσμα, η μεγαλύτερη συμμετοχή των ατόμων 65 ετών και άνω στο συνολικό πληθυσμό ενισχύει την καταναλωτική δαπάνη, λόγω της υψηλότερης ροπής της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας προς κατανάλωση, και εν τέλει μέσω της συνολικής ζήτησης αυξάνει το εθνικό προϊόν.
Πιο μακροπρόθεσμα όμως η επίδραση είναι αρνητική, καθώς η μείωση του αριθμού των παραγωγών και των εν δυνάμει καταναλωτών, δηλαδή η μείωση του μεγέθους της εγχώριας αγοράς, διαμορφώνει αρνητικές προσδοκίες για το ρυθμό αύξησης του δυνητικού προϊόντος. Επίσης, χάνεται η δυναμική στην παραγωγικότητα από τη δημογραφική ώθηση που μπορεί να προσφέρει ένα πιο νεανικό εργατικό δυναμικό.
Πολλές εμπειρικές μελέτες έχουν εκτιμήσει την επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού στο ΑΕΠ. Ενδεικτικά, σε πρόσφατη μελέτη των Ρομπόλη και Μπέτση (2019) έχει εκτιμηθεί ότι, λόγω της γήρανσης του εργατικού δυναμικού, εάν μία επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής είναι ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2%, τότε στην πραγματικότητα θα απαιτείται ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης κοντά στο 4%. Προφανώς αυτό θα επιβαρύνει, εκτός από τα δημοσιονομικά μεγέθη, και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης υφίσταται ετήσια επιβάρυνση ύψους περίπου 1,3 δισ. ευρώ την περίοδο 2017-2057.
Στη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος που θα παρουσιαστεί σύντομα στην Έκθεση του Διοικητή φαίνεται μεταξύ άλλων ότι μία ταχύτερη αύξηση της ηλικιακής ομάδας των 65 ετών και άνω επιδρά μειωτικά στο ΑΕΠ ήδη από το πρώτο τρίμηνο μετά την αύξηση, ενώ η αντίστοιχη επίδραση στην επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος (ως ποσοστού του ΑΕΠ) γίνεται εμφανής περίπου ένα έτος μετά την αύξηση. Και στις δύο περιπτώσεις οι αρνητικές επιπτώσεις είναι παρατεταμένης διάρκειας.
Όπως είπε ο υποδιοικητής της ΤτΕ, κατά την τελευταία δεκαετία παρατηρείται δραματική επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων της Ελλάδας, η οποία αποδίδεται πρωτίστως στην οικονομική κρίση, ως αποτέλεσμα της υψηλής ανεργίας και των αβεβαιοτήτων που επιφέρουν οι πιο ανταγωνιστικές, απαιτητικές και λιγότερο ασφαλείς συνθήκες εργασίας. Το 2017 η χώρα μας συγκαταλεγόταν μεταξύ των εννέα χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-28) που κατέγραψαν αρνητικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής του πληθυσμού τους, με το φυσικό ρυθμό μείωσης (αν εξαιρέσουμε τις μεταναστευτικές ροές) να είναι οκταπλάσιος (-3,3‰) του μέσου όρου στην ΕΕ-28 (-0,4‰).
Αν συνυπολογιστεί και η καθαρή επίδραση της μετανάστευσης, τότε ο συνολικός ρυθμός μεταβολής για την Ελλάδα παραμένει έντονα αρνητικός (-2,7‰, έναντι θετικού ρυθμού 2,3‰ για την ΕΕ-28). Η σημαντική μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα τα τελευταία έτη οφείλεται κυρίως στον εξαιρετικά χαμηλό δείκτη γονιμότητας (1,35) και στο πρόσφατο μεγάλο ρεύμα εξερχόμενης οικονομικής μετανάστευσης μονίμων κατοίκων προς το εξωτερικό.
Εκτός από την ποσοτική μεταβολή, εξίσου σημαντική είναι και η ποιοτική μεταβολή του πληθυσμού της Ελλάδας, με κύριο χαρακτηριστικό τη δημογραφική γήρανση και την αύξηση της μέσης ηλικίας, όπως αποτυπώνεται στην αναστροφή της πληθυσμιακής πυραμίδας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η ηλικιακή ομάδα των 65 ετών και άνω στην Ελλάδα δεν ξεπερνούσε το 1/10 του συνολικού πληθυσμού, από την αρχή της νέας χιλιετίας η συμμετοχή της συγκεκριμένης ομάδας έφθασε το 1/5 του πληθυσμού, με πρόβλεψη να ξεπεράσει το 1/3 μέχρι το 2050 (8 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη από ό,τι στην ΕΕ-28). Κατ’ αναλογία, η ηλικιακή ομάδα των παιδιών έως 14 ετών, από σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού το 1955, έφθασε το 1/7 το 2018, με πρόβλεψη να περιοριστεί σε μόλις 1/10 του πληθυσμού το 2050 (2 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερη από ό,τι στην ΕΕ-28).
Όμοια, η διάμεσος ηλικία, δηλαδή η ηλικία που χωρίζει τον πληθυσμό σε δύο ισάριθμες ηλικιακές ομάδες, από 30 περίπου έτη το 1960, άγγιξε τα 44 έτη το 2016, κατατάσσοντας την Ελλάδα τέταρτη στην Ευρώπη, ενώ αναμένεται να αυξηθεί κατά 8 έτη έως το 2050 (Ελλάδα: 52,3 έτη, ΕΕ-28: 46,7 έτη, βλ. European Commission: The 2018 Ageing Report).
Όπως ανέφερε ο κ. Μητράκος, τα 3/4 του πληθυσμού της Ευρώπης ζουν σε χώρες όπου η γονιμότητα βρίσκεται σημαντικά κάτω από το επίπεδο αντικατάστασης των γενεών (2,1 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία), με το σχετικό δείκτη (γονιμότητας) να ανέρχεται σε 1,59 κατά μέσο όρο για τις χώρες της ΕΕ-28 με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το 2017.
Στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου (Ελλάδα, Κύπρο, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία) ο δείκτης είναι ακόμα χαμηλότερος (μεταξύ 1,31 και 1,35), προσεγγίζοντας το όριο της χαμηλότερης ή ακραίας χαμηλής γονιμότητας που είναι 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Αν υποτεθεί ότι η γονιμότητα θα παραμείνει σταθερή στο επίπεδο αυτό, εκτιμάται ότι ο πληθυσμός θα υποδιπλασιαστεί σε περίπου 44 χρόνια.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, όπως φαίνεται από τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, η μέγιστη τιμή του δείκτη γονιμότητας (2,45 παιδιά ανά γυναίκα) καταγράφηκε το 1967, ενώ στη συνέχεια και έως το 1999 (έτος κατά το οποίο έφθασε το 1,23) ακολούθησε συνεχή φθίνουσα πορεία, με τις τιμές του μετά το 1981 να διαμορφώνονται σταθερά κάτω των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, που αποτελεί το επίπεδο αντικατάστασης των γενεών.
Την περίοδο 1995-2003 φαίνεται να καταγράφει ιδιαίτερα χαμηλές τιμές (κάτω από 1,3 παιδιά ανά γυναίκα), δείχνοντας ωστόσο τάσεις σταθεροποίησης και μικρής ανάκαμψης στη συνέχεια έως τα πρώτα έτη της πρόσφατης κρίσης (2008 και 2009: 1,5). Η ανοδική αυτή τάση αναστρέφεται και πάλι το 2010, πιθανώς λόγω της έντονης οικονομικής ύφεσης και της συναφούς αβεβαιότητας, ενώ από το 2013 (1,29) και μετά φαίνεται ότι η τάση γίνεται ελαφρώς θετική (2017: 1,35), χωρίς όμως ο δείκτης γονιμότητας να επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα.
Το ασφαλιστικό
Οι αρνητικές επιπτώσεις από τη δημογραφική διαταραχή μπορούν να αντισταθμιστούν έως ένα βαθμό από τη μείωση της αβεβαιότητας που περιβάλλει την ολοκλήρωση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας του ασφαλιστικού συστήματος και την αποφυγή ανατροπής των μεταρρυθμίσεων της περιόδου 2010-2017.
Από την πιο πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη γήρανση του πληθυσμού στην Ευρώπη (European Commission, 2018: The 2018 Ageing Report) προκύπτει ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την κορύφωσή της το 2016 (17,3%), προβλέπεται να αποκλιμακωθεί ραγδαία και να διαμορφωθεί σε 10,6% του ΑΕΠ στο τέλος της περιόδου προβολής το 2070.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε επίπεδο ΕΕ, καθώς στην περίπτωση της Ελλάδος θα φθάσει τις 6,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, έναντι 0,2 της ποσοστιαίας μονάδας κατά όρο στις χώρες της ΕΕ-28.
Επισημαίνεται ότι στη ανωτέρω μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης έχει συνυπολογιστεί η επίδραση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό σύστημα (συνταξιοδοτική κάλυψη, μέσο ύψος παροχών) και των προσδοκώμενων θετικών εξελίξεων στην αγορά εργασίας (μείωση της ανεργίας, αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό), που αντισταθμίζει την πολύ σημαντική επιβάρυνση κατά 9,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ της συνταξιοδοτικής δαπάνης λόγω της γήρανσης του πληθυσμού (δείκτης ηλικιακής εξάρτησης).
Όπως κατέληξε ο υποδιοικητής της ΤτΕ, η λύση σε σχέση με το δημογραφικό πρόβλημα, πρέπει πρωτίστως να αναζητηθεί στην οικογένεια και στους τρόπους στήριξής της από την Πολιτεία, όχι μόνο οικονομικά, αξιοποιώντας το διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, αλλά και με το σχεδιασμό των κατάλληλων δομών υποστήριξης.
Η απόφαση των νέων για δημιουργία οικογένειας και τεκνοποίηση μπορεί να στηριχθεί μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής και της φορολογικής ελάφρυνσης των νοικοκυριών με παιδιά, καθώς και της παροχής υπηρεσιών στήριξης της οικογένειας, όπως είναι η καθολική παροχή προσχολικής αγωγής και φροντίδας κ.ά.