Η πρόθεση των κεντρικών τραπεζιτών που μετέχουν στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να προχωρήσουν σε νέα μείωση των επιτοκίων της την ερχόμενη εβδομάδα, καθώς τα στοιχεία για την εξέλιξη του πληθωρισμού είναι ευνοϊκά, αντανακλάται εμμέσως πλην σαφώς, στα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης τους που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα.
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε το Σεπτέμβριο στο 1,8%, σε επίπεδα δηλαδή χαμηλότερα του 2%, που είναι ο στόχος που έχει θέσει η ΕΚΤ.
Όπως καταγράφεται στα πρακτικά οι κεντρικοί τραπεζίτες θεωρούν ότι θα πρέπει να είναι «να είμαστε ελεύθεροι να ανταποκριθούμε σε όλα τα εισερχόμενα δεδομένα». Επιπλέον υπογράμμισαν ότι η ταχύτητα με την οποία θα πρέπει να προχωρήσει η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων εξαρτάται από την εξέλιξη των εισερχόμενων δεδομένων».
Καταρχάς τα πρακτικά που μόλις δημοσιεύθηκαν επιβεβαιώνουν ότι στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, η ΕΚΤ φάνηκε αποφασισμένη να συνεχίσει τον πολύ σταδιακό ρυθμό μείωσης των επιτοκίων (χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής).
Συνεπώς, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι οικονομολόγοι, στην επόμενη συνεδρίαση του Οκτωβρίου θα ήταν μάλλον πρόωρο η ΕΚΤ να έχει σχηματίσει μία σαφή εκτίμηση για την έκβαση του πληθωρισμού, παρά την θετική εξέλιξη του Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία αυτή, η συνεδρίαση του Δεκεμβρίου ήταν σαφώς η προτιμώμενη επιλογή για την επόμενη μείωση των επιτοκίων, καθώς τότε η ΕΚΤ θα έχει στη διάθεση της τις νέες αναθεωρημένες προβλέψεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη.
Όμως ήδη κεντρικοί τραπεζίτες όπως ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε μέχρι το Δεκέμβριο να προχωρήσει σε δύο μειώσεις των επιτοκίων της κατά 0,25% κάθε φορά.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε σήμερα και ο Γάλλος ομόλογος του Francois Villeroy de Galhau, ο οποίος δήλωσε ότι μία μείωση είναι «πολύ πιθανή» και «δεν θα είναι η τελευταία».
Βέβαια όπως φαίνεται από τα δημοσιευμένα, πρακτικά οι κεντρικοί τραπεζίτες εμφανίζονται επιφυλακτικοί, καθώς ο κίνδυνος καθυστερήσεων στην επίτευξη του στόχου (για τον πληθωρισμό) της ΕΚΤ δικαιολογεί κάποια προσοχή ώστε να αποφευχθεί η πρόωρη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Επ’ αυτού ο Γιάννης Στουρνάρας υποστήριξε χθες στους FT ότι ακόμη και μετά από μία μείωση του βασικού επιτοκίου κατά 0,5% στο 3%, η νομισματική πολιτική παραμένει περιοριστική.
Υπέρ της μείωσης των επιτοκίων συνηγορούν ακόμη οι προβληματισμοί των κεντρικών τραπεζών όπως αυτοί αποτυπώθηκαν στα πρακτικά, για το μέλλον της ανάπτυξης στην ευρωζώνη.
Όπως σημειώνεται η οικονομική προοπτική για τη ζώνη του ευρώ ήταν περισσότερο ανησυχητική και η προβλεπόμενη ανάκαμψη ήταν εύθραυστη. Η οικονομική δραστηριότητα παρέμεινε υποτονική, με τους κινδύνους για την οικονομική ανάπτυξη να παραμένουν αυξημένοι.
Άλλωστε, οι ανησυχίες αυτές αντανακλώνται επίσης στις χαμηλότερες προβλέψεις ανάπτυξης για το 2024 και το 2025 σε σύγκριση με τον Ιούνιο.
Μάλιστα όπως επισημάνθηκε, με τον πληθωρισμό όλο και πιο κοντά στον στόχο, η πραγματική οικονομική δραστηριότητα θα πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία για την κατεύθυνση που θα πρέπει να λάβει η νομισματική πολιτική.