Το πλέον επίκαιρο θέμα στα ευρωπαϊκά δημοσιονομικά ανοίγει το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος. Tο νέο τεύχος της επιστημονικής έκδοσης «Οικονομικά Χρονικά» έχει τίτλο «Βιώσιμη ανάπτυξη και νέο Σύμφωνο Σταθερότητας».

Οι αρθρογράφοι του συγκεκριμένου τεύχους καταθέτουν την άποψή τους γύρω από τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας στην Ευρωζώνη.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σημείωσε ότι «Η τήρηση των υφιστάμενων κανόνων από το 2023 και μετά συνεπάγεται μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή για κάποιες χώρες της ευρωζώνης με υψηλό δημόσιο χρέος, προκειμένου να μην ενταχθούν στη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος, κάτι που είναι πολιτικά δύσκολα διαχειρίσιμο.

Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι το μακροοικονομικό περιβάλλον στη μετά πανδημία εποχή αναμένεται να είναι πολύ ευνοϊκό για τη δυναμική του χρέους λόγω των αυξημένων ρυθμών ανάπτυξης (απόρροια της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων που θα χρηματοδοτηθούν μέσω του NGEU) και των χαμηλών επιτοκίων αναχρηματοδότησης λόγω της μεσοπρόθεσμης προοπτικής για συνέχιση της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής.

Ως εκ τούτου, η διασφάλιση δημοσιονομικής βιωσιμότητας με την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και η διατηρήσιμη πτωτική πορεία του χρέους καθίσταται σχετικά ευκολότερη σε σύγκριση με ένα περιβάλλον που θα εξέλειπαν οι παραπάνω παράγοντες».

Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, υποστήριξε ότι «Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα, βάσει της οποίας η Ελλάδα έχει συσσωρεύσει ένα μεγάλο χρέος, και να κάνουμε σαν να μην υπάρχει. Αυτό, όμως, που μπορούμε να κάνουμε είναι να το διαχειριστούμε όσο το δυνατό καλύτερα.

Άλλωστε, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το ελληνικό χρέος είναι μεν καλά διαρθρωμένο, από πλευράς επιτοκίων και μακροχρόνιας διάρκειας, ταυτόχρονα, όμως είναι και πολύ υψηλό. Η δική μου πρόβλεψη είναι ότι, τελικά, θα καταλήξουμε σε μια συμφωνία που θα συνεπάγεται για εμάς ήπια πρωτογενή πλεονάσματα, με το ακριβές ύψος αυτών να μην παίζει τόσο καθοριστικό ρόλο στα δικά μας δημόσια οικονομικά όσο ο ρυθμός ανάπτυξης τον οποίο θα επιτυγχάνουμε.

Εκεί βρίσκεται, όπως προανέφερα, το «κλειδί» για την ταχεία μείωση του χρέους. Η αρχή έχει ήδη γίνει, καθώς οι καλύτερες επιδόσεις που σημειώσαμε το 2021 -παρά την πανδημική κρίση- έναντι του 2019, σε κρίσιμα μακροοικονομικά μεγέθη, όπως οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, συνιστούν σημαντικές ενδείξεις για την ασφαλή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας από την ανάκαμψη στη διατηρήσιμη ανάπτυξη εντός του 2022».

Ο πρώην υπουργός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Γιώργος Σταθάκης, τόνισε ότι «Η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας την περίοδο της κρίσης της πανδημίας ήταν δεδομένη. Μαζί και η εισαγωγή νέων θεσμών, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, με δανεισμό της ΕΕ για πρώτη φορά και την κατανομή των πόρων με κριτήρια την ένταση της κρίσης και όχι εθνικές ποσοστώσεις. Την επομένη της κρίσης, τι Σύμφωνο Σταθερότητας θα επικρατήσει είναι το πιο κρίσιμο ερώτημα για το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας».

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Φίλιππος Σαχινίδης, υποστήριξε ότι «Η ελληνική κυβέρνηση, από κοινού με χώρες με υψηλό χρέος, θα πρέπει να διεκδικήσουν την κατάργηση του κανόνα ετήσιας μείωσης του χρέους. Επίσης, να πάψει ο Μεσοπρόθεσμος Δημοσιονομικός Στόχος να υπαγορεύει τη δημοσιονομική προσαρμογή κάθε χώρας.

Οι νέοι κανόνες για να διασφαλίσουν συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης πρέπει να διευκολύνουν -πιθανότατα με τη μέθοδο εξαιρέσεων από τον υπολογισμό των δαπανών- τον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό. Να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και ταυτόχρονα να πείθουν τις αγορές ώστε οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος να μην επιβαρυνθούν -μετά την αναστολή των ευνοϊκών αποφάσεων της ΕΚΤ- με υψηλό κόστος δανεισμού και χάνουν δημοσιονομικό χώρο».

Το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Νίκος Καραθανασόπουλος σημείωσε ότι «Ο όποιος συμβιβασμός επιτευχθεί για τη νέα οικονομική διακυβέρνηση στην ΕΕ και το νέο πλαίσιο δημοσιονομικής σταθερότητας θα είναι επώδυνο για τους λαούς. Τα πρωτογενή πλεονάσματα θα συνεχίσουν να ματώνουν τους λαούς για τη διαχείριση του κρατικού χρέους.

Ακόμη και αν ένα μέρος του αμοιβαιοποιηθεί, αυτό θα συνοδεύεται από νέα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα περιορισμού δαπανών, ιδιαίτερα των συνταξιοδοτικών και κοινωνικών. Εντός των τειχών του συστήματος και σε συνθήκες κυριαρχίας της ΕΕ δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος προς όφελος των λαών. Οι λαοί πρέπει με την πάλη τους να σπάσουν τα καπιταλιστικά δεσμά, που όλο και περισσότερο τους αλυσοδένουν».

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Μιχάλης Αργυρού, υποστήριξε ότι «μια αναθεώρηση του ΣΣΑ οφείλει να εξασφαλίζει τη μακροχρόνια βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Παράλληλα, πρέπει να είναι βοηθητική στην οικονομική ανάκαμψη από το σοκ της πανδημίας και να προσφέρει την απαραίτητη ευελιξία για τη μελλοντική διαχείριση του οικονομικού κύκλου.

Πρέπει επίσης να προστατεύει αποτελεσματικά τις επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα και προωθούν την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Επιπλέον, πρέπει να ενισχύει την εθνική ιδιοκτησία των προνοιών της, μέσα από ένα πλαίσιο που θα περιλαμβάνει και θετικά κίνητρα. Τέλος, η νέα αρχιτεκτονική πρέπει να μεγιστοποιεί τις συνέργειες μεταξύ των συστατικών του συνολικού μίγματος πολιτικής και να ενισχύει τη στρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συμπερασματικά, η συζήτηση για την αναθεώρηση του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου πρέπει να γίνει με έναν πραγματιστικό και εποικοδομητικό τρόπο, βασισμένο στα πραγματικά στοιχεία, χωρίς ιδεολογικούς περιορισμούς.

Με αυτόν τον τρόπο, η Ευρώπη θα μπορέσει να πάρει τις σωστές αποφάσεις προς την επίτευξη και μακροχρόνιας δημοσιονομικής βιωσιμότητας και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς αποκλεισμούς. Όπως συμβαίνει πολύ συχνά στα οικονομικά, η επιλογή μεταξύ φαινομενικά διαφορετικών επιδιώξεων έχουν περισσότερη εφαρμογή στον βραχυπρόθεσμο παρά στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα».

Σύμφωνα με τον συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φραγκίσκο Κουτεντάκη, η Ελλάδα «έχοντας περάσει μια δραματική κρίση την περασμένη δεκαετία και έχοντας τον υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βιώνει ιδιαίτερα πιεστικά την ανάγκη εξισορρόπησης της οικονομικής μεγέθυνσης με τη δημοσιονομική σταθερότητα. Σε αυτήν την προσπάθεια η χώρα μας διαθέτει κάποια πλεονεκτήματα:

Πρώτον, διατηρεί ικανοποιητικά ταμειακά διαθέσιμα αλλά και ένα ευνοϊκό προφίλ αποπληρωμών του χρέους, που προσφέρουν ανθεκτικότητα σε κλυδωνισμούς.

Δεύτερον, στα επόμενα χρόνια αναμένεται να λάβει σημαντικούς πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης που μπορούν να ενισχύσουν τις δημόσιες επενδύσεις και υποδομές συμβάλλοντας αποφασιστικά στους ρυθμούς μεγέθυνσης.

Τρίτον, έχει περιληφθεί στο έκτακτο πρόγραμμα επαναγοράς κρατικών ομολόγων της EKT και μπορεί να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια».

Ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ, Παναγιώτης Λιαργκόβας, εκτίμησε ότι «η όποια αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων είναι απαραίτητο να μη διαιωνίζει τις αδυναμίες του παρελθόντος. Ειδικότερα, το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ δεν θα πρέπει να ενσωματώνει στοιχεία που προκαλούν ασυνέπειες, ούτε να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μη παρατηρήσιμες μεταβλητές. Κρίσιμο είναι να βασίζεται σε περισσότερο διαφανή εργαλεία που εφαρμόζονται με μεγαλύτερη ευκολία και ελέγχονται σε μεγαλύτερο βαθμό από την εκάστοτε κυβέρνηση, προκειμένου να διευκολύνεται και η επικοινωνία τους στο ευρύ κοινό.

Το υφιστάμενο δημοσιονομικό πλαίσιο αποδίδει πρωταρχική σημασία στον κανόνα του 3% για το δημοσιονομικό έλλειμμα και τον κανόνα του 60% για το δημόσιο χρέος. Οι δύο αυτοί κανόνες πρέπει να επανεξεταστούν δεδομένου ότι έχει αλλάξει ριζικά το οικονομικό περιβάλλον από την αρχική σύλληψη και εισαγωγή τους, πριν από αρκετές δεκαετίες. Για παράδειγμα, οι μεταβαλλόμενοι χρηματοδοτικοί όροι έθεσαν τη συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους υπό ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα.

Η διατήρηση μιας ενιαίας τιμής αναφοράς χρέους για όλα τα κράτη-μέλη που χαρακτηρίζονται, όμως, από σημαντική ετερογένεια, φαίνεται να στερείται πλέον δικαιολογητικής βάσης και σκοπιμότητας στο παρόν πλαίσιο, ιδίως στη μετά Covid εποχή.

Επίσης, το αναθεωρημένο πλαίσιο του ΣΣΑ θα πρέπει να ενθαρρύνει την αντι-κυκλικότητα, στη λογική που υπαγορεύει τη δημιουργία δημοσιονομικών αποθεμάτων σε καλές περιόδους, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η στήριξη της οικονομίας σε περιόδους ύφεσης. Με αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η εξισορρόπηση των στόχων της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της οικονομικής σταθεροποίησης».

Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, τόνισε ότι «θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη χώρα μας το νέο πλαίσιο να είναι τέτοιο ώστε να μην εγείρονται αβεβαιότητες που θα μείωναν την αξιοπιστία της δημοσιονομικής πορείας και θα επέτρεπαν αμφιβολίες και διαφορετικές αναγνώσεις από όσους επηρεάζουν και επηρεάζονται από την πορεία της.

Με άλλα λόγια, θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρη η πορεία των δημοσιονομικών της χώρας, οι τάσεις των εσόδων και δαπανών και οι όποιες αποκλίσεις (…) Ακόμη και να μην υπήρχαν ευρωπαϊκοί περιορισμοί, τα δημοσιονομικά της χώρας πρέπει να είναι τις επόμενες δεκαετίες σε τέτοια κατάσταση που να μην επιτρέπουν σενάρια νέων κρίσεων και να μην την καθιστούν ευάλωτη σε εξωτερικές διαταραχές.

Μια δημοσιονομική πορεία με σταθερά αλλά λελογισμένα πλεονάσματα, της τάξης του 1% κατά μέσο όρο, όχι μόνο δεν αποτελεί τροχοπέδη για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη αλλά και προϋπόθεση για αυτή. Για να επιτευχθεί αυτό μεσοπρόθεσμα, είναι κρίσιμο να υπάρχουν παρεμβάσεις στο μίγμα τόσο των εσόδων όσο και των δαπανών, ώστε να προάγεται τόσο ο αναπτυξιακός χαρακτήρας της οικονομικής πολιτικής συνολικά όσο και οι αναγκαίες δράσεις κοινωνικής συνοχής και ενίσχυσης του ανθρώπινου κεφαλαίου».

Ο πρώην υφυπουργός, Δημήτρης Λιάκος, υποστήριξε ότι «Ο πιο κρίσιμος παράγοντας παραμένει το ζήτημα των διαθέσιμων πόρων, επομένως είτε η εξαίρεση είτε η μικρότερη βαρύτητα των δημοσίων επενδύσεων για τον “πράσινο” και τον ψηφιακό μετασχηματισμό στον υπολογισμό των ελλειμμάτων είναι μια λύση που θα πρέπει να εξεταστεί η συμπερίληψή της στους κανόνες του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας. Θετική είναι επίσης η πρόταση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου για τη δημιουργία ενός μόνιμου δημοσιονομικού μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).

Η επιτυχημένη απορρόφηση των δανείων και των επιχορηγήσεων από το ΤΑΑ, με τρόπο που θα καταστήσει τις οικονομίες πιο ανθεκτικές, πιο παραγωγικές, πιο αποτελεσματικές είναι ένα “στοίχημα”, κυρίως για τις χώρες του Νότου. Στην περίπτωση αποτύπωσης ενός σημαντικού θετικού αντίκτυπου στο ΑΕΠ από τη διαχείριση του ΤΑΑ, η πρόταση της δημιουργίας ενός δημοσιονομικού μηχανισμού θα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες αποδοχής στο πεδίο της πολιτικής διαπραγμάτευσης.

Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση για το δημοσιονομικό πλαίσιο για την περίοδο μετά το 2022 μας αφορά όλους. Θα ήταν κρίσιμο και χρήσιμο για τη χώρα μας η δημιουργία μιας κοινής γραμμής από τα πολιτικά κόμματα, κοινωνικούς εταίρους κ.ά. Το Οικονομικό Επιμελητήριο μπορεί να έχει έναν ρόλο συντονιστή σε αυτόν τον απαραίτητο διάλογο, συνεισφέροντας θετικά και συνθετικά στην κατάθεση μιας τεκμηριωμένης εθνικής πρότασης».

Ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Παναγιώτης Πετράκης σημείωσε ότι «οι έννοιες της βιώσιμης ανάπτυξης δεν φαίνεται να είναι συμβατές με τον Προκρούστη των δημοσιονομικών κανόνων ιδίως όταν έχουν καθολική εφαρμογή και για τις 27 χώρες. Ταυτοχρόνως, το νέο οικονομικό περιβάλλον που εμφανίζεται την επόμενη δεκαετία στην ευρωπαϊκή ήπειρο θα χαρακτηρίζεται από χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, χαμηλές αποδόσεις κεφαλαίων και σχετικά χαμηλά επιτόκια με έναν πληθωρισμό ελαφρά αυξημένο σε σχέση με τα επίπεδα της προηγούμενης δεκαετίας.

Αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον απαιτεί την ανάγκη μίας συνεχούς παρουσίας δραστηριότητας των κεντρικών τραπεζών, ενώ θα συνοδεύεται από νέους δημοσιονομικούς κανόνες σταθερότητας έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ζητούμενη μακροοικονομική σταθερότητα.

Εάν οι κανόνες αυτοί λάβουν υπόψη τους σύνθετους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης οδηγούμαστε να φανταστούμε ότι θα επικρατήσει ένα πλαίσιο κανόνων που θα βρίσκεται αρκετά μακριά από τη γνωστή αυστηρότητα. Στα καθ’ ημάς αυτό μεταφράζεται ενδεχομένως σε θετικά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, που όμως θα απέχει από το 3% που τόσο ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία την προηγούμενη δεκαετία. Παραμένει ανοικτός ο τρόπος υπολογισμού των ορίων αυτών, εάν δηλαδή θα συμπεριληφθούν οι πράσινες επενδύσεις κ.λπ. Η πολιτική μάχη τώρα αρχίζει για το 2023».

Ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Β. Κόλλιας, τόνισε ότι «η εμπειρία μας από τα, απολύτως αναγκαία, μέτρα στήριξης των ευρωπαϊκών οικονομιών δείχνει ότι οι αυστηροί στόχοι για το χρέος και το έλλειμμα δεν έχουν καμία θέση στην Ευρωζώνη του 2022. Ο ευρωπαϊκός νότος και όσοι καταλαβαίνουν από το πώς κινείται η οικονομία και η αγορά σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης πιέζουν προς τη ριζική αναθεώρηση και χαλάρωση αυτών των στόχων, με τους Βορειοευρωπαίους να διατηρούν τις επιφυλάξεις τους.

Η συζήτηση αυτή έρχεται σε μια πολύ ιδιαίτερη συγκυρία για την Ελλάδα, την ώρα που, μέσω και του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνει το νέο παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας της. Διότι, στο τέλος της ημέρας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας δε σημαίνει ούτε δημοσιονομική ασφυξία, αλλά ούτε και δημοσιονομική ασυδοσία. Σημαίνει εφικτοί, ελαστικοί και διαρκώς επικαιροποιημένοι στόχοι. Σημαίνει, δηλαδή, ένα νέο, βιώσιμο Σύμφωνο Σταθερότητας».