«Η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα προβλέπεται να ανακάμψει έντονα τα επόμενα τρίμηνα», δήλωσε ο Γ. Στουρνάρας σε συνέντευξή του στο Global Finance Magazine, σημειώνοντας πως «η ηπιότερη του αναμενομένου ύφεση το α’ τρίμηνο του 2021 και τα εισερχόμενα στοιχεία για το β’ τρίμηνο μας κάνουν ακόμη πιο αισιόδοξους σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις».
Όπως διευκρίνισε ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος, η ανάκαμψη στηρίζεται κυρίως στη ζήτηση που έχει σωρευθεί, λόγω της αναβολής δαπανών κατά την πανδημία (pent-up demand), στην έναρξη της υλοποίησης επενδυτικών σχεδίων στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και στη σημαντική αύξηση των τουριστικών εισπράξεων σε σύγκριση με το 2020.
Όσον αφορά στα δημόσια οικονομικά, σημείωσε ότι για το 2021 αναμένεται σημαντικό πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο θα αντιστραφεί το επόμενο έτος, όταν θα έχουν αποσυρθεί τα περισσότερα από τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της οικονομίας.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα επόμενα τρίμηνα, τόνισε ο κ. Στουρνάρας, «εξακολουθεί να είναι η εξέλιξη της πανδημίας σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και η πρόοδος του προγράμματος εμβολιασμού είναι ικανοποιητική, η εξάπλωση μεταλλάξεων του ιού αποτελεί πηγή αβεβαιότητας».
Απαντώντας στο πόσο ισχυρός είναι ο τραπεζικός τομέας και πώς εξελίσσεται η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως «τα τελευταία χρόνια τα βασικά χρηματοοικονομικά μεγέθη των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκαν σημαντικά. Σε σύγκριση με τον Μάρτιο του 2016, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) έχει μειωθεί κατά 50% και, πλέον, κυρίως μέσω τιτλοποιήσεων με αξιοποίηση του Προγράμματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού («Ηρακλής»)».
«Οι τράπεζες», συνέχισε ο επικεφαλής της ΤτΕ, «κατόρθωσαν να μηδενίσουν την εξάρτησή τους από τον μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) και ανέκτησαν την πρόσβαση στις αγορές χονδρικής χρηματοδότησης, εκδίδοντας μη καλυμμένες ομολογίες υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και κεφαλαιακά μέσα. Δύο συστημικές τράπεζες επίσης προσέφυγαν στις αγορές κεφαλαίων και πραγματοποίησαν με επιτυχία αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου το 2021. Επί του παρόντος, οι τράπεζες διαθέτουν επαρκή ρευστότητα και κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας που τους επιτρέπουν να χορηγήσουν δάνεια στην πραγματική οικονομία.
Όμως, το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων παραμένει το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ και αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την πιστωτική επέκταση, ιδίως προς τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο. Σύμφωνα με τα επιχειρηματικά σχέδια των τραπεζών, οι θετικές μακροοικονομικές προοπτικές και οι χρηματοδοτικές ευκαιρίες τις οποίες προσφέρει ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά την πιστωτική επέκταση τα επόμενα χρόνια».
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε, επίσης, ότι η πανδημία προκάλεσε παροδική επιβράδυνση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, όμως τα μέτρα στήριξης που έλαβαν τόσο οι δημοσιονομικές όσο και οι νομισματικές Αρχές εκτιμάται ότι θα αμβλύνουν τις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Ειδικότερα, το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NGEU, που στοχεύει στη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων μεγάλης κλίμακας σε τομείς όπως η πράσινη οικονομία και ο ψηφιακός μετασχηματισμός, αναμένεται να βελτιώσει το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας.
Όσον αφορά στη νομισματική πολιτική, ανέφερε πως η κατεύθυνση της ΕΚΤ παραμένει η ενδεδειγμένη. «Η πείρα μάς διδάσκει ότι χρειάζεται υπομονή και πρέπει να αποφεύγονται οι πρόωρες προσαρμογές της πολιτικής. Υπό τις τρέχουσες περιστάσεις, είναι αναγκαίο η νομισματική πολιτική να διατηρήσει μια διευκολυντική κατεύθυνση, προκειμένου να επιτύχουμε τον μεσοπρόθεσμο στόχο μας για τον πληθωρισμό (2%). Μάλιστα, στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής μας για τη νομισματική πολιτική και των αναθεωρημένων ενδείξεων που παρέχουμε για τη μελλοντική κατεύθυνση της πολιτικής μας (forward guidance), καταστήσαμε σαφές ότι η δέσμευσή μας να αποφύγουμε μια πρόωρη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής ενδεχομένως συνεπάγεται πρόσκαιρες περιόδους διαμόρφωσης του πληθωρισμού πάνω από τον στόχο. Μόλις η οικονομία επανέλθει σε τροχιά σταθερής ανάκαμψης και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις σύγκλισης του πληθωρισμού προς τον στόχο του, σε διαρκή βάση, τότε θα πρέπει να προχωρήσουμε σε σταδιακή προσαρμογή, χρησιμοποιώντας με ευελιξία τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας».
Όσον αφορά στις προοπτικές για την ευρωπαϊκή οικονομία, ο κ. Στουρνάρας επισήμανε πως η ανάκαμψη της οικονομίας στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη αναμένεται να είναι ισχυρή το 2021 και το 2022, χάρη στη ζήτηση που έχει σωρευθεί, λόγω της αναβολής δαπανών κατά την πανδημία, στη σημαντική πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη που θα διοχετευθεί εν μέρει μέσω του NGEU και στην αυξημένη εξωτερική ζήτηση που θα ενισχυθεί από τις πρόσφατες δέσμες δημοσιονομικών μέτρων στις ΗΠΑ.
Το ΑΕΠ προβλέπεται να επανέλθει στα προ της κρίσης επίπεδα στο τέλος του 2021, τόσο στην Ε.Ε. όσο και στη ζώνη του ευρώ συνολικά, παρότι θα υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις των ρυθμών ανάκαμψης μεταξύ των επιμέρους κρατών-μελών. Η άνοδος του πληθωρισμού φέτος αναμένεται να είναι εν πολλοίς παροδική, καθώς οφείλεται σε φαινόμενα συμφόρησης στην πλευρά της, προσφοράς λόγω της πανδημίας, και οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να δουν πέρα από αυτήν την προσωρινή άνοδο του πληθωρισμού, ανέφερε ο ίδιος.
Τόνισε επιπλέον ότι η αβεβαιότητα εξακολουθεί να είναι αυξημένη και οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προοπτικές για την ανάπτυξη παραμένουν υψηλοί, αλλά συνολικά ισορροπημένοι. «Η επιδημιολογική κατάσταση, οι γεωπολιτικές εντάσεις που ενδεχομένως θα οδηγήσουν σε έξαρση των μεταναστευτικών ροών, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και η δυναμική του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους δημιουργούν ανησυχίες και επιβάλλουν διαρκή επαγρύπνηση», τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Τέλος, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως η παρούσα κρίση διαφέρει από την προηγούμενη, που ξεκίνησε πριν από σχεδόν 13 χρόνια, ως προς το ότι η κατεύθυνση της νομισματικής και ιδίως της δημοσιονομικής πολιτικής είναι πιο σωστή.
Παράλληλα, η Ελλάδα έχει ξεπεράσει πολλά από τα προβλήματα που την είχαν οδηγήσει στην κρίση δημόσιου χρέους το 2010. Εντούτοις, δύο ζητήματα ενδεχομένως αποτελούν πηγή ανησυχίας, όπως είπε.
Το πρώτο είναι η τελική επίπτωση της πανδημίας στο τραπεζικό σύστημα. Οι δανειολήπτες από ευάλωτους τομείς της οικονομίας μπορεί να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα, μετά την πλήρη άρση των μέτρων στήριξης, ενώ η αυξανόμενη διασύνδεση μεταξύ του δημόσιου τομέα και των τραπεζών είναι ανησυχητική.
Αυτοί οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έρχονται να προστεθούν σε ήδη υπάρχοντες, όπως η επίδραση του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων στις τράπεζες αλλά και σε άλλους, που αποκτούν αυξανόμενη σπουδαιότητα στον παγκόσμιο χάρτη κινδύνων – π.χ., οι κίνδυνοι που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή.
Δεύτερον, η έντονη άνοδος του λόγου του δημόσιου χρέους καθιστά την οικονομία ευάλωτη σε νέες, αρνητικές εξωτερικές διαταραχές.
Τα προσωρινά μέτρα θα πρέπει να παραταθούν για όσο χρόνο είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθούν οι επιπτώσεις της απότομης απόσυρσής τους. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για χαλάρωση των πιο μακροπρόθεσμων στόχων όσον αφορά στα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση, ώστε οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία να παραμείνουν διαχειρίσιμες.