Η κυριαρχία των τριών μεγάλων οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης -Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch Ratings- έχει βρεθεί επανειλημμένως στο μικροσκόπιο τόσο για το ρόλο τους στην παγκόσμια πιστωτική κρίση, αλλά και στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με την έντυπη έκδοση της Ναυτεμπορικής, με τις αξιολογήσεις τους, οι διεθνείς οίκοι παρέχουν στους επενδυτές αξιόπιστες πληροφορίες για το πόσο ριψοκίνδυνα είναι διάφορα είδη χρέους – από κρατικά και εταιρικά ομόλογα μέχρι σύνθετα επενδυτικά προϊόντα όπως τα subprime ενυπόθηκα δάνεια που ήταν και η βασική αιτία των γεγονότων του 2007 και 2008.
Με το να βαθμολογούν ευνοϊκά προβληματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και εξαιρετικά ριψοκίνδυνα ενυπόθηκα χρεόγραφα, οι οίκοι βρέθηκαν στο στόχαστρο και κατηγορήθηκαν ότι επιδείνωσαν την κρίση και εξαπάτησαν τους επενδυτές.
Η περίπτωση της Ελλάδας
• 2008
Το 2008, λίγο πριν η πιστωτική κρίση χτυπήσει την πόρτα της Ευρωζώνης, οι οίκοι αξιολογούσαν την Ελλάδα στις υψηλότερες βαθμίδες (στην κατηγορία Α από τον οίκο Fitch, Α1 από τον οίκο Moody’s και Α από την Standard & Poor’s).
• 1/2009
Το χρονικό των υποβαθμίσεων αρχίζει τον Ιανουάριο του 2009, με το πρώτο χτύπημα να έρχεται από την Standard & Poor’s, με υποβάθμιση της πιστοληπτικής κατάταξης της Ελλάδας στην κατηγορία Α-. Η υποβάθμιση οδήγησε την επόμενη ημέρα σε άνοδο της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς ομολόγου στο 5,43%.
• 12/2009
Στα τέλη του 2009 και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο, ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s υποβάθμισε την Ελλάδα στην κατηγορία ΒΒΒ+ από τη βαθμίδα Α-, τρεις βαθμίδες πριν από τη βαθμίδα junk.
• 4/2010
Τον Απρίλιο του 2010 η Standard & Poor’s αποτελεί τον πρώτο οίκο που υποβάθμισε την Ελλάδα στην κατηγορία junk. Τον ίδιο μήνα ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Moody’s υποβάθμισε τη χώρα στην κατηγορία Α3 και τον Ιούνιο επίσης στην κατηγορία των σκουπιδιών (junk).
• 1/2011 Λίγους μήνες μετά την υποβάθμιση των Standard & Poor’s και Moody’s και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 2011, ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Fitch ακολούθησε το παράδειγμα των Standard & Poor’s και Moody’s, υποβαθμίζοντας την Ελλάδα στην κατηγορία junk.
• 6/2011
Η Standard & Poor’s αποδεικνύεται στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης ως πιο «επιθετική» μεταξύ των τριών οίκων, με αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις και το τελειωτικό χτύπημα τον Ιούνιο του 2011, υποβαθμίζοντας την αξιολόγηση της Ελλάδας στην κατηγορία CCC, τη χαμηλότερη από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο, κάτω από τον Ισημερινό, την Τζαμάικα και το Πακιστάν.
• 2017
Επτά χρόνια αργότερα -στη διάρκεια των οποίων η Ελλάδα υπέγραψε δύο ακόμη προγράμματα διάσωσης- διαφαίνεται το πρώτο φως στο τούνελ της ελληνικής κρίσης.
Η οικονομική ανάκαμψη, η πολιτική σταθερότητα και η προσήλωση στις μνημονιακές δεσμεύσεις επέτρεψαν την έξοδο στις αγορές, για πρώτη φορά από το 2014, αλλά και την ψήφο εμπιστοσύνης των οίκων.
Στις 18 Αυγούστου 2017 η Fitch αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στο Β- από CCC και με θετική προοπτική.
Είχε προηγηθεί τον Ιούνιο η Μοody’s, με αναβάθμιση στο Caa2 από Caa3. H Standard & Poor’s διατηρεί από τον Ιανουάριο του 2016 την αξιολόγηση στην κατηγορία Β-.
Στην Ευρώπη, ο ρόλος των τριών μεγάλων οίκων επικρίθηκε έντονα εξαιτίας των τρόπων που αξιολόγησαν το κρατικό χρέος των χωρών που βρέθηκαν στη δίνη της κρίσης.
Παρόλο που το δημόσιο χρέος των χωρών της περιφέρειας -όπως Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία- υποβαθμίσθηκε στην κατηγορία των «σκουπιδιών» (Junk), οι οίκοι υποβάθμισαν το αξιόχρεο και των μεγάλων οικονομιών, όπως της Αυστρίας και της Γαλλίας.
Οι αρνητικές αξιολογήσεις επιτάχυναν την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, οδηγώντας χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος σε καθεστώς μνημονίου.
Η αυστηρότητά τους στις αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις των χωρών της περιφέρειας αποτελεί το βασικό επιχείρημα των Ευρωπαίων αξιωματούχων για τη σύσταση ενός ανεξάρτητου, ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης.
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη έχουν κάνει βήματα για τη ρύθμιση των τριών μεγάλων οίκων ώστε να διασφαλίσουν μεγαλύτερη διαφάνεια και ανταγωνιστικότητα.
Η μεταρρύθμιση της Wall Street με τον νόμο Ντοντ-Φρανκ του 2010 και η Πράξη Προστασίας των Καταναλωτών, αλλά και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Χρεογράφων (ESMA) -που ιδρύθηκε το 2011- ήταν ενέργειες με στόχο να καταστήσουν υπόλογους τους οίκους και να προστατεύσουν τους επενδυτές.
Δεν έλειψαν και οι νομικές διαδικασίες και η επιβολή προστίμων για τις επιχειρηματικές τους πρακτικές, με την S&P να καταβάλει πρόστιμο-ρεκόρ, ύψους 1,37 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε διακανονισμό του 2015 με τις εισαγγελικές αρχές των ΗΠΑ.
Στο στόχαστρο του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ βρέθηκε και η Moody’s. Όμως παρά τα πρόστιμα και τις δικαστικές αγωγές, δέκα χρόνια μετά την κρίση η κυριαρχία των τριών μεγάλων στις αγορές καθώς και το επιχειρηματικό τους μοντέλο παραμένουν ανέπαφα.
Οι αξιολογήσεις «ζυγίζουν» το ρίσκο
Οι οίκοι πιστοληπτικής κατάταξης παρέχουν στους επενδυτές λεπτομερή ανάλυση του ρίσκου που συνδέεται με επενδυτικά χρεόγραφα. Σε αυτά περιλαμβάνονται κρατικά ομόλογα, εταιρικά ομόλογα, ομόλογα δημοτικών και περιφερειακών αρχών, προνομιούχες μετοχές και εγγυημένα χρεόγραφα (collateralized securities) και χρεόγραφα εξασφαλισμένα με υποθήκες (mortgage-backed securities).
Το ρίσκο που συνεπάγονται οι επενδύσεις σε τέτοια χρεόγραφα καθορίζεται από την πιθανότητα ο εκδότης χρέους -είτε πρόκειται για επιχείρηση, κράτος ή περιφερειακή κυβέρνηση- να αποτύχει στην έγκαιρη καταβολή των τόκων στο χρέος.
Η ανώτατη και ασφαλέστερη αξιολόγηση είναι στη βαθμίδα ΑΑΑ.
Το 2008, την εποχή κορύφωσης της κρίσης, οι οίκοι αξιολόγησης κατηγορήθηκαν ότι παραπλάνησαν τους επενδυτές μην αξιολογώντας σωστά το ρίσκο που συνδεόταν με τα ενυπόθηκα χρεόγραφα.
Χρησιμοποίησαν περίπλοκα, αλλά αναξιόπιστα μοντέλα για τον υπολογισμό της πιθανότητας στάσης πληρωμών σε υποθήκες ή τιτλοποιημένα προϊόντα με πακέτα υποθηκών.
Πολλές από αυτές τις τιτλοποιήσεις είχαν λάβει την ανώτατη αξιολόγηση ΑΑΑ πριν από το σκάσιμο της στεγαστικής φούσκας, για να υποβαθμιστούν απότομα με την κατάρρευση της αγοράς κατοικιών.
Το 2007, στην έναρξη της κρίσης και όταν άρχισαν να υποχωρούν οι τιμές κατοικιών, η Moody’s είχε υποβαθμίσει το 83% ενυπόθηκων χρεογράφων που είχε βαθμολογήσει με ανώτατη αξιολόγηση ΑΑΑ το 2006.
Οι οίκοι δεν κατάφεραν να λάβουν υπόψη το ενδεχόμενο υποχώρησης των τιμών στέγης και τις συνέπειες στη στάση πληρωμών σε δάνεια.
Παράλληλα, οι υψηλές αξιολογήσεις δεν αντανακλούσαν τους ευρύτερους, συστημικούς κινδύνους που συνδέονταν με τα δομημένα προϊόντα, γι’ αυτό και κατηγορήθηκαν για μεροληπτική συμπεριφορά, ώστε να κερδίσουν μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς δομημένων προϊόντων.
Από την πλευρά τους, οι οίκοι αρνούνται τις κατηγορίες περί σύγκρουσης συμφερόντων.
Στην Ευρώπη, ο ρόλος τους αφορούσε την αξιολόγηση κρατικού χρέους αντί ιδιωτικά ενυπόθηκα χρεόγραφα. Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατηγόρησαν τους τρεις μεγάλους για υπερβολική επιθετικότητα στην αξιολόγηση του αξιόχρεου των χωρών της Ευρωζώνης, επιτείνοντας την κρίση χρέους.
Η απόφαση της S&P το 2010 να υποβαθμίσει την Ελλάδα στην κατηγορία Junk αποδυνάμωσε την εμπιστοσύνη των επενδυτών, εκτόξευσε το κόστος δανεισμού και κατέστησε σχεδόν αναπόφευκτη την προσφυγή της χώρας στο πρώτο πρόγραμμα διάσωσης, τον Μάιο του 2010.