Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 7η θέση του Εθνικού Μητρώου Εμπορικών Εταιριών της Ρουμανίας, που αφορούν στο επενδεδυμένο κεφάλαιο.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, μέχρι το Νοέμβριο 2019, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 7η θέση (μετά την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Γερμανία, την Κύπρο, την Ιταλία και τη Γαλλία), με 7.617 εγγεγραμμένες εταιρίες και 1,905 δισ. ευρώ επενδεδυμένο κεφάλαιο και ποσοστό επί συνόλου ΑΞΕ 4,23%,έχοντας βελτιώσει σημαντικά τη θέση της στη ρουμανική αγορά (το Δεκέμβριο 2018 κατατασσόταν στην 9η θέση, με επενδεδυμένο κεφάλαιο 1,36 δισ. ευρώ και ποσοστό επί συνόλου ΑΞΕ 3,01%). Αυτό αναφέρεται σε ενημερωτικό έγγραφο της πρεσβείας μας.

Αύξηση των ΑΞΕ κατά 2,5% το διάστημα Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2019 στη Ρουμανία

Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία του Ινστιτούτου Στατιστικής της Ρουμανίας, το διάστημα Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2019 παρατηρήθηκε αύξηση των ΑΞΕ της τάξεως του 2,5% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2018. Σε απόλυτους αριθμούς, η αύξηση αυτή ήταν της τάξεως των 5,15 δισ. ευρώ, (έναντι 5,02 δισ. ευρώ το διάστημα Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2018).

Βάσει δελτίου τύπου της Κεντρικής Τράπεζας της Ρουμανίας, οι επενδύσεις σε μετοχές, συμπεριλαμβανομένων των επανεπενδεδυμένων κεφαλαίων ανήλθαν σε 4,45 δισ. ευρώ, ενώ τα ενδοεταιρικά δάνεια ανήλθαν σε 649 εκατ. ευρώ.

Ο αριθμός των νέων εταιριών που εισήλθαν στη ρουμανική αγορά έφτασε τις 5.096 κατά το υπό εξέταση διάστημα, χαμηλότερος κατά 2,11% σε σχέση με το ενδεκάμηνο 2018.

Συνολικά, σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Μητρώου Εταιριών, στη Ρουμανία είναι εγγεγραμμένες 226.430 επιχειρήσεις ξένων συμφερόντων, με συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο 48,6 δισ. ευρώ (στοιχεία Νοεμβρίου 2019). Οι πιο πολυάριθμες, συγκριτικά, είναι οι ιταλικές (48.655), οι ολλανδικές εταιρίες, ωστόσο, έχουν το υψηλότερο επενδεδυμένο κεφάλαιο στη χώρα (9,29 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 20,63% των συνολικών ΑΞΕ στη Ρουμανία, με 5.399 επιχειρήσεις).

Aκολουθούν οι αυστριακές (7.745, με επενδεδυμένο κεφάλαιο 4,896 δισ. ευρώ και ποσοστό 10,87% των ΑΞΕ στη χώρα) και οι γερμανικές (23.117 εταιρίες με κεφάλαιο 4,91 δισ. ευρώ και μερίδιο 10,91%).

Διμερές εμπόριο

Βάσει των τελευταίων στοιχείων του ρουμανικού Ινστιτούτου Στατιστικής κατά το διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2019, ο συνολικός όγκος του διμερούς εμπορίου Ελλάδος-Ρουμανίας διαμορφώθηκε σε 1,389 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μείωση κατά 6,36% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους.

Οι ρουμανικές εξαγωγές προς την χώρα μας ανήλθαν σε 653,1 εκατ. ευρώ, μειωμένες κατά 15,47%. Οι εισαγωγές ελληνικών προϊόντων στην Ρουμανία σημείωσαν κατά το εννεάμηνο του 2019 αύξηση κατά 3,53% και ανήλθαν σε 735,7 εκατ. ευρώ, έναντι 710,6 εκατ. ευρώ το 2018.

Η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών κατά 4,3% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2018 οφείλεται κατά κύριο λόγω στην σημαντική αύξηση κατά 25,9% των εξαγωγών παιχνιδιών, κυρίως λόγω της λειτουργίας τα τελευταία έτη του καταστήματος Jumbo στη Ρουμανία, καθώς και την αύξηση κατά 13,4% των εξαγωγών προϊόντων σιδήρου.

Παράλληλα, οι ελληνικές εξαγωγές φρούτων και λαχανικών συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία καλύπτοντας πλέον μερίδιο 15,8% επί του συνόλου των εξαγωγών της χώρας μας στη Ρουμανία. Αξιόλογη ήταν και η άνοδος κατά 27,8% που σημείωσαν οι εξαγωγές λιπασμάτων προς την Ρουμανία με την αξία τους να προσεγγίζει τα 30 εκατ. ευρώ. Στον αντίποδα, μείωση κατέγραψαν οι εξαγωγές προϊόντων από αργίλιο, ηλεκτρονικών μηχανών και συσκευών καθώς και των πετρελαιοειδών.

Όσον αφορά τις ρουμανικές εξαγωγές προς την Ελλάδα κατά το εννεάμηνο του 2019, παρατηρούμε ότι το μεγαλύτερο μερίδιο (21,2%), καταλαμβάνουν τα προϊόντα του κεφαλαίου 27 “Ορυκτά καύσιμα και ασφαλτώδεις ύλες”, των οποίων η αξία ανήλθε σε 138,7 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας ωστόσο μείωση σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018 (179,3 εκατ. ευρώ). Ακολουθούν τα προϊόντα του κεφαλαίου 72 “Χυτοσίδηρος, σίδηρος και χάλυβας” των οποίων οι εξαγωγές προς την Ελλάδα ανήλθαν σε 61,1 εκατ. ευρώ, καθώς και των προϊόντων του κεφαλαίου 85 “Μηχανές και συσκευές. Ηλεκτρολογικό υλικό” αξίας 44,1 εκατ. ευρώ. Τέλος, οι εξαγωγές σιτηρών μειώθηκαν σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ανερχόμενες σε 29,1 εκατ. ευρώ, έναντι 30,6 εκατ. ευρώ το εννεάμηνο του 2018.