Τον κοινωνικό ρόλο που οφείλουν να διαδραματίσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις υπογραμμίζει μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του στην “Οικονομική Επιθεώρηση” ο αντιπρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος, ενώ επαναφέρει τη θέση του επαναφέρει τη θέση του για την ανάγκη μιας νέας συμφωνίας κράτους, εργοδοτών και εργαζομένων, στο πλαίσιο της οποίας θα δοθεί κάποια ευελιξία στις επιχειρήσεις με αντάλλαγμα καλύτερες αμοιβές για τους εργαζόμενους.
«Η βιομηχανία δεν είναι το ίδιο αποδεκτή όσο ήταν παλιότερα […] Για την κοινωνία γενικά. Για τους εργαζόμενους και για τους επιχειρηματίες η προσέγγιση είναι θετική – γιατί τα βλέπουν από μέσα. Το ζήτημα είναι με την υπόλοιπη κοινωνία. Η οποία έχει πιστέψει τα τελευταία χρόνια –κατά τη γνώμη μου, λανθασμένα– ότι μπορεί να ζήσει με υπηρεσίες μόνο, με τουρισμό και διάφορες αντίστοιχες δραστηριότητες», σημειώνει ο κ. Θεοδωρόπουλος και επισημαίνει:
«Εκείνο που ακούμε από επιχειρήσεις, για μη-πρόσβαση σε ρευστότητα, είναι ότι κάποιοι κρατούν ακόμη στο μυαλό τους τις αναμνήσεις της προ-κρίσης κατάστασης. Τότε, δηλαδή, που η ρευστότητα δινόταν αδιακρίτως. Στην εποχή εκείνη, να το πάρουμε απόφαση, δεν θα γυρίσουμε ποτέ. Οι τράπεζες, θα σας θυμίσω, έχουν πληρώσει για εκείνες τις επιλογές. Αντί λοιπόν να γκρινιάζουμε γιατί δεν δίνουν οι τράπεζες λεφτά, ας δούμε πώς θα κάνουμε bankable τις δικές μας τις επιχειρήσεις».
«Υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης από τα 18 διαθέσιμα δισ. ευρώ, συμβασιοποιημένα είναι τα 12. Δεν θεωρώ ότι πήγε κανείς με οργανωμένο φάκελο και απερρίφθη. Αλλού είναι το πρόβλημα: περνάει ο χρόνος! Πρέπει να έχουν τελειώσει οι επενδύσεις, μέχρι πρώτο εξάμηνο του 2026», αναφέρει.
«Σήμερα», σημειώνει σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, «θεωρώ ότι ανοίγεται μια δυνατότητα: και οι εργαζόμενοι έχουν πλέον αντιληφθεί ότι ο στείρος συνδικαλισμός δεν οδηγεί πουθενά, η στείρα αντιπαράθεση. Καλύτερα αποδίδει μια συνεννόηση που θα είναι και προς το συμφέρον των επιχειρήσεων, αλλά και προς την ασφάλεια της απασχόλησης, εφόσον μπορέσουν να δώσουν κάποια ευελιξία στις επιχειρήσεις με αντάλλαγμα καλύτερες αμοιβές, περισσότερα χρήματα.
Το δε κράτος χρειάζεται να συνειδητοποιήσει –και θαρρώ ότι αρχίζει να το κάνει– ότι δουλειά του δεν είναι να λέει πόσες ώρες θα δουλέψουν οι επιχειρήσεις και πόσες οι εργαζόμενοι. Αλλά να βεβαιώνεται ότι, όταν ο εργαζόμενος εργάζεται παραπάνω ώρες, τότε παίρνει τα λεφτά που δικαιούται σύμφωνα με τον νόμο. Και ότι καταβάλλονται και οι αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές».
Και προσθέτει:
«Δεν θεωρώ ότι είναι δουλειά του κράτους να εξασφαλίζονται σωστές εργασιακές συνθήκες. Αυτό είναι δουλειά των εργοδοτών και των εργαζομένων. Ειδικά δε σε μια εποχή όπου η ζήτηση εργασίας είναι μεγαλύτερη από την προσφορά – γι’ αυτό είναι κατάλληλη η εποχή για μια παρόμοια συμφωνία».
«Η κάθε επιχείρηση οφείλει πρώτα πρώτα να είναι καλός και νομοταγής πολίτης» θα υπογραμμίσει, συμπληρώνοντας πως «Δεν μπορεί να αφήνει γύρω της εκκρεμότητες, τρύπες που να μπορούν να φέρουν μελλοντικά προβλήματα […] Μετά η επιχείρηση και ο επιχειρηματίας οφείλει να έχει κάποιες υποχρεώσεις απέναντι στη χώρα του.
Η επιχείρηση, ακριβώς λόγω αυξημένων οικονομικών δυνατοτήτων, πρέπει να αναδέχεται μεγαλύτερες […] Για μένα ένα από τα μεγάλα προβλήματα στο παρελθόν –ένας από τους λόγους που μπήκαμε στην κρίση– ήταν ότι δεν είχαμε αστική τάξη στην Ελλάδα. Είχαμε πλούσιους, δεν είχαμε αστική τάξη. Και η αστική τάξη που είχαμε δεν θέλησε να παίξει τον ρόλο της, φοβήθηκε να παίξει τον ρόλο της».