Stress test για τις αντοχές των οικονομιών στις αυξήσεις των επιτοκίων “έτρεξε” η S&P Global Ratings, με τον αμερικανικό οίκο αξιολόγησης να επισημαίνει ότι οι ανησυχίες για τον πληθωρισμό παγκοσμίως είναι υπερβολικές και ότι “μία ελεγχόμενη αναθέρμανση αποτελεί μία θετική εξέλιξη για την παγκόσμια οικονομία”.
Στην ανάλυσή της η S&P μέτρησε τις επιπτώσεις που θα είχε μία απότομη αύξηση στο κόστος δανεισμού στα δημοσιονομικά ελλείμματα, προκειμένου να διαπιστώσει ποιες οικονομίες είναι ευάλωτες σε πιθανές αυξήσεις των επιτοκίων.
Τα συμπεράσματα του stress test της S&P δείχνουν ότι ακόμα και στο σενάριο της αύξησης των επιτοκίων κατά 300 μονάδες βάσης, οι 15 από τις 18 ανεπτυγμένες χώρες και οι 16 από τις 20 αναδυόμενες θα δουν τις δαπάνες τους για τόκους να αυξάνονται κάτω από 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ σε σχέση με το βασικό σενάριο έως το 2023.
Σύμφωνα με την S&P η πλειονότητα των κρατών θα πληρώνει είτε τους ίδιους είτε λιγότερους τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με το 2018.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της S&P, η Ελλάδα δεν έχει ιδιαίτερο λόγο να φοβάται από τις αυξήσεις των επιτοκίων, αν και αναμένεται να εμφανίσει χρέος ίσο με το 212% του ΑΕΠ το 2021, αφού η πολύ μακρινή ωρίμανση του ελληνικού χρέους και το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του οφείλεται προς τους πιστωτές του επίσημου τομέα προστατεύει τη χώρα από τις επιτοκιακές διακυμάνσεις.
Ειδικότερα, το βασικό σενάριο του οίκου τοποθετεί τις δαπάνες της Ελλάδας για τόκους στο 2,7% του ΑΕΠ για το 2021, στο 2,6% για το 2022 και στο 2,5% για το 2023.
Στο σενάριο της αύξησης των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης, οι δαπάνες για τόκους αυξάνονται οριακά, στο 2,8% του ΑΕΠ για κάθε ένα από τα τρία χρόνια.
Ακόμα και στο σενάριο της αύξησης των επιτοκίων κατά 300 μονάδες βάσης, οι δαπάνες για τόκους εμφανίζουν μικρή αύξηση, στο 2,9% του ΑΕΠ για το 2021, στο 3% του ΑΕΠ για το 2022 και στο 3,1% για το 2023.