Την πεποίθηση ότι οι πρόωρες εκλογές θα δώσουν ένα σήμα πολιτικής αστάθειας στους επενδυτές και την εκτίμηση ότι σε τρία χρόνια θα έχουμε μια εντελώς διαφορετική Πολιτική Προστασία εξέφρασε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Το GPS της επικαιρότητας» με τον Θάνο Σιαφάκα.
Υπογράμμισε, δε, ότι από την αύξηση στην τιμή του φυσικού αερίου έχουμε χάσει ως χώρα μέσα σε 4-5 μήνες 1 δισεκατομμύριο ευρώ, με τα χρήματα αυτά να πηγαίνουν σε χώρες που το παράγουν και του πουλάνε πλέον ακριβότερα.
«Οι εκλογές δημιουργούν πάντα μια ασυνέχεια, διότι περνάς μια προεκλογική περίοδο και με δεδομένη την απλή αναλογική πιθανότατα θα χρειαστούμε δύο προεκλογικές περιόδους εν μέσω πανδημίας και την ώρα που πάει η οικονομία να ανακάμψει. Θα σήμαιναν μια ικανή ζημιά και κυρίως θα έδιναν το σήμα στους επενδυτές ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα είδος πολιτικής αστάθειας γιατί κάνει εκλογές χωρίς να υπάρχει πραγματικός λόγος. Πάντα οι εκλογές έχουν πολιτική αστάθεια», εξήγησε.
«Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα αυτής της κυβέρνησης είναι ότι δίνει ένα κλίμα πολιτικής σταθερότητας στους επενδυτές. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, εκλογές γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια και πρέπει να υπάρχουν ειδικοί εθνικοί λόγοι για να πάμε νωρίτερα στις κάλπες. Όταν έχεις μια αξιωματική αντιπολίτευση που είναι 10 μονάδες πίσω στις δημοσκοπήσεις και μιλάει για αναντιστοιχία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με το λαϊκό αίσθημα, τότε η μόνη αναντιστοιχία που υπάρχει είναι στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Αν γίνονταν τώρα εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε λιγότερους βουλευτές», υπογράμμισε.
«Το μεγάλο κέρδος που θα έχουμε κάνοντας τις εκλογές όσο γίνεται πιο κοντά στο τέλος της τετραετίας, είναι να στείλουμε το σήμα στους επενδυτές ότι μπορούν να κάνουν τους υπολογισμούς τους για τις πολιτικές που εφαρμόζονται και την πολιτική κατάσταση, με κάποια βεβαιότητα. Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα μας πλεονεκτήματα σε μια Ευρώπη που έχει πολλές περιπτώσεις πολιτικής αστάθειας και με τίποτα δεν πρέπει να το παραδώσουμε αμαχητί», ανέφερε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η πολιτική σταθερότητα είναι προπαντός δουλειά της κυβέρνησης και πρέπει να την εξασφαλίζει. «Η κυβέρνηση έχει αρραγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τα αιτήματα της αντιπολίτευσης δεν εδράζονται στην πραγματικότητα, καθώς θεωρεί ότι υπάρχουν λεφτά ατελείωτα.
Η οικονομία είναι σε έλλειμμα και θα πρέπει να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, έστω και ήπιο. Πρέπει να αποκτήσουμε τη συνήθεια πρώτα να βγάζουμε τα χρήματα μέσα από την ανάπτυξη και μετά να τα ξοδεύουμε. Η αντιπολίτευση θεωρεί ότι πρώτα τα ξοδεύουμε και μετά έχει ο Θεός. Αλλά δεν δουλεύει έτσι το σύστημα», τόνισε ο κ. Σκυλακάκης.
Αναφορικά με την καταψήφιση της πρότασης μομφής που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, σημείωσε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση δεν πέτυχε κανέναν από τους δύο στόχους που είχε θέσει, καθώς ούτε «έσπασε» η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ούτε δημιουργήθηκε ένα «αντικυβερνητικό μέτωπο», ενώ «έχουμε και δύο κόμματα όπου πλέον το ένα αμφισβητεί τον ρόλο του άλλου ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς ο βασικός αντίπαλος και στόχος του ΣΥΡΙΖΑ για πάρα πολλά χρόνια ήταν το ΚΙΝΑΛ και το ΠΑΣΟΚ».
«Μιλάμε για ένα πολιτικό σκηνικό σε μετάβαση. Έχουμε μια αδύναμη αξιωματική αντιπολίτευση, μια κυβέρνηση η οποία παρά τις πολλές δυσκολίες εξακολουθεί να έχει με ισχυρά ποσοστά τη θέση του πρώτου κόμματος, και με αυτό το σκηνικό θα οδηγηθούμε στις εκλογές στο τέλος της 4ετίας», συμπλήρωσε.
«1,7 δισ. στο Ταμείο Ανάκαμψης για την Πολιτική Προστασία»
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών δήλωσε ότι στο Ταμείο Ανάκαμψης υπάρχει ένα μεγάλο επενδυτικό Πρόγραμμα, το οποίο συμπληρώνεται και από το ΕΣΠΑ και από άλλους πόρους, για την υπόθεση της Πολιτικής Προστασίας, στα 1,7 δισεκατομμύρια. «Εγκρίθηκε πέρυσι, σχεδιάστηκε το 2020 εν μέσω πανδημίας, ως τότε δεν γίνονταν τίποτα. Παραλάβαμε μια Πολιτική Προστασία “υπό το μηδέν”.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει πολλά πράγματα, έχει εξοπλισμούς, αισθητήρες, νέες υποδομές, τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό, διαφορετικά πρωτόκολλα συντονισμού, αλλά θέλει 2-3 χρόνια για να υλοποιηθεί. Επίσης, έχουμε δώσει και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση το “Πρόγραμμα Τρίτσης”, και είναι σημαντικό οι δήμαρχοι να το αξιοποιήσουν με τρόπο που να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των δήμων. Να μην πάμε δηλαδή μόνο σε έργα που ικανοποιούν τους πολίτες επειδή φαίνονται, αλλά να έχουμε σημαντική ενίσχυση των υποδομών των Δήμων για την αντοχή τους».
Διαβεβαίωσε ότι «θα δούμε μια άλλη Πολιτική Προστασία σε τρία χρόνια», από το 2025. «Θα έχει πολύ καλύτερο εξοπλισμό, πολύ καλύτερες υποδομές, πολύ καλύτεροι συντονισμό. Μέχρι το 2017 ήταν με φαξ η Πολιτική Προστασία. Αδιανόητα πράγματα. Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό. Πρέπει να κάνουμε και ευρύτερες επενδύσεις. Για παράδειγμα έχουμε τα “Εξοικονομώ” για να πετύχουμε να έχουμε σπίτια πολύ πιο ανθεκτικά στο κρύο και στη ζέστη. Πρέπει να αξιοποιηθεί, είναι ένα μεγάλο πρόγραμμα από το Ταμείο Ανάκαμψης πάνω από 1,5 δισεκατομμύριο».
«Το ίδιο κάνουμε και για τις επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, θα χρειαστεί και ο ιδιωτικός τομέας, οι διάφοροι παραχωρησιούχοι, να σκεφτούν πολύ βαθύτερα και σοβαρότερα την αντοχή των υποδομών που έχουν αναλάβει. Είδαμε μια σημαντική βελτίωση σε σχέση με την εποχή που τα είχε το κράτος, αλλά έχουν περάσει αρκετά χρόνια και θα πρέπει να ξέρουν ότι επειδή και αποζημιώσεις θα έχουν να πληρώνουν όταν θα αποτυγχάνει η διαχείριση, και τα πράγματα θα είναι πολύ πιο δύσκολα, θα πρέπει και αυτοί να επενδύσουν στις υποδομές», ανέφερε.
Ερωτηθείς για τις αλλαγές στην πολιτική των αποζημιώσεων, ο κ. Σκυλακάκης είπε ότι χρειάζεται σκέψη πριν τη θεσμοθέτηση.
«Είναι προφανές ότι αυτό που συνέβαινε στο παρελθόν όπου δεν προβλεπόταν τι θα συνέβαινε τι θα γινόταν σε περίπτωση διακοπής παροχής της υπηρεσίας, δεν μπορεί να συμβαίνει στο μέλλον. Πρέπει να γίνουν με λογική, γιατί στο τέλος της ημέρας κάποιος πρέπει να πληρώνει κάθε φορά όλα όσα γίνονται.
Εάν φτιάχνεις μια παραχώρηση που θα έχει υπερβολές και στις αποζημιώσεις, αν καθιερωθεί ως αντίδραση σε ένα συμβάν, τότε θα έχεις πιο ακριβές παραχωρήσεις και θα τις πληρώνει πιο ακριβά ο πολίτης. Πρέπει να βρούμε ένα μέτρο: αποζημιώσεις αντίστοιχες στη ζημιά που γίνεται και να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τις περιπτώσεις της ανωτέρας βίας που υπερβαίνουν αυτά που θα αναμένονταν από κάποιον που κάνει σωστά τη δουλειά του. Θέλει λογική όλο αυτό. Αν γίνει σωστά, η συμπεριφορά όλων θα είναι καλύτερη», εξήγησε.
Διαφώνησε με τις εκτιμήσεις του καθηγητή κ. Πετράκη για το οικονομικό κόστος της «Ελπίδας» στα 500 εκατομμύρια, λέγοντας πως όταν είναι μικρές οι διακοπές της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, τότε υπάρχει είτε μια αναπλήρωση της εργασίας τις επόμενες ημέρες είτε αναπλήρωση της κατανάλωσης.
«Προφανώς υπάρχουν κόστη, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με το κόστος για παράδειγμα που είχε ο παγετός, που ήταν πραγματικά μεγάλη κόστη στην αγροτική παραγωγή. Θα έχουμε τέτοιο κόστος, αλλά δεν είναι κάτι καταστροφικό. Εδώ έχουμε περάσει την πανδημία που κόστισε 40 δισ.», τόνισε ο κ. Σκυλακάκης.