Επιτάχυνση της εκκαθάρισης κόκκινων δανείων και επανεξέταση του μεγέθους και τους μισθολογικού κόστους του δημοσίου τομέα προτείνει μεταξύ άλλων το ΔΝΤ ώστε να έχουν το καλύτερο δυνατότητα αποτέλεσμα οι εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης από φέτος μέχρι και το 2026.
Στα πρώτα συμπεράσματα της τακτικής αξιολόγησης με βάση το άρθρο IV του καταστατικού του για την Ελλάδα το Ταμείο δίνει άλλη μια φορά τα εύσημα στις ελληνικές αρχές, για την έγκαιρη και υπερεπαρκή αντιμετώπιση των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης η οποία, όπως τονίζει, είναι από τις αναλογικά υψηλότερες ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης.
Μετά την ύφεση κατά 8,2% του ΑΕΠ για το 2020, το Ταμείο προβλέπει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό ανάπτυξης 3,3% του ΑΕΠ για φέτος και 5,4% το 2022 με οδηγούς τα κονδύλια που θα εισρεύσουν από το Ταμείο ανάκαμψης και την ανάκαμψη του τουρισμού.
Ως βασικά σημεία κινδύνου της πρόβλεψης το ΔΝΤ αναφέρει την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της πανδημίας και την αργή πορεία αποκλιμάκωσης του υπολοίπου των ΜΕΔ που θα περιορίσει την ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, αλλά και την μικρότερη του αναμενομένου επιτυχία στην αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Με δεδομένο ότι η πανδημία, σύμφωνα με το ΔΝΤ, αύξησε το παραγωγικό κενό κατά περίπου 3% του ΑΕΠ, το ΔΝΤ προτείνει αφενός τον προσανατολισμό της δημοσιονομικής πολιτικής στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ειδικά για τους νέους και τις γυναίκες, τις δύο κατηγορίες που χτυπήθηκαν περισσότερο από την πανδημία και το κλείσιμο του επενδυτικού κενού και αφετέρου στην ταχύτερη εκκαθάριση των κόκκινων δανείων.
Προσοχή στο μισθολογικό κονδύλι
Η πρώτη παρατήρηση που κάνει το Ταμείο είναι η ανάγκη ανακατανομής των κρατικών δαπανών όπου στέκεται στο μισθολογικό, στο κονδύλι για τις συντάξεις, αλλά και τους μισθούς του δημοσίου. Ειδικά για το δημόσιο το ΔΝΤ βλέπει το μισθολογικό κονδύλι να επανέρχεται στα προ της (πρώτης κρίσης) επίπεδα, ενώ επισημαίνει ότι και οι κρατικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να αποτελούν μια διαρροή πόρων για τον προϋπολογισμό. Τονίζει μάλιστα ότι από τις δύο αυτές πηγές μπορούν να προκύψουν σημαντικές εξοικονομήσεις δαπανών
Σε ό,τι αφορά τα έσοδα επισημαίνει ότι θα πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών να διευρυνθεί η φορολογική βάση και να μειωθεί το κενό που υπάρχει στις εισπράξεις από ΦΠΑ.
Με τον δημοσιονομικό χώρο που θα δημιουργηθεί θα πρέπει σύμφωνα με το Ταμείο να αναμορφωθεί το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ώστε να ευνοεί την επανένταξη των δικαιούχων στην αγορά εργασίας και παράλληλα να ενισχύσει την υγειονομική τους κάλυψη.
Το Ταμείο υποστηρίζει την συνέχιση της στήριξης της οικονομίας που καταγράφεται και το 2022 δημοσιονομικά μέτρα 2% του ΑΕΠ ενώ θεωρεί ότι είναι στην θετική κατεύθυνση και οι φορολογικές μειώσεις στην προκαταβολή φόρου και το συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων.
Σε ό,τι αφορά το άμεσο μέλλον το Ταμείο προτείνει στις ελληνικές αρχές την προώθηση νομοθεσίας για περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους στην εργασίας (περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών) και δράσεις για την είσοδο στην εργασία νέων, γυναικών και τη διατήρηση παραμονής μεγαλύτερων ατόμων στην εργασία.
Αναγκαία η επιτάχυνση εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων
Το ταμείο δίνει έμφαση στην ανάγκη μείωσης των κόκκινων δανείων θεωρώντας ότι βρίσκεται προς την σωστή κατεύθυνση η επέκταση του σχεδίου Ηρακλής υπό την προϋπόθεση ότι οι τράπεζες θα ολοκληρώσουν με επιτυχία τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου τους και δεν θα υπάρξουν καθυστερήσεις στην υιοθέτηση ή ανατροπές με μεγάλο αριθμό νέων κόκκινων δανείων.
Με δεδομένο ότι η πρόταση της Τράπεζας για τη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα διαχείρισης κόκκινων δανείων έχει «μείνει στο ράφι», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, η επόμενη λύση για τη βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών και την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου τους είπε ότι είναι η αντιμετώπιση της αναβαλλόμενης φορολογίας με τρόπο ώστε να πάψει να επιβαρύνει τις τράπεζες και να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Παράλληλα τονίζεται ότι σημαντικό ρόλο στην εκκαθάριση των κόκκινων δανείων θα παίξει και η ορθή εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα
Βιώσιμο μεσοπρόθεσμα το χρέος
Τέλος το ΔΝΤ επικυρώνει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, το οποίο, όπως τονίζεται, από την κορύφωση που είχε το 2020 αναμένεται να ακολουθήσει πτωτική τροχιά από φέτος. Ως συστατικά της βιωσιμότητας το Ταμείο αναφέρει τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού αλλά και την επαναφορά σε πρωτογενές πλεόνασμα της οικονομίας από το 2023. Ένα ακόμα στοιχείο βιωσιμότητας θεωρείται και το υψηλό ταμειακό απόθεμα του δημοσίου αλλά και η ενεργητική διαχείριση χρέους από το ΟΔΔΗΧ, που σε κάθε περίπτωση μπορούν να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες του χρέους για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους χωρίς να χρειαστεί δανεισμό από τις αγορές.
Σε ό,τι αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με βάση το κύριο σενάριο για την τροχιά των επιτοκίων τις επόμενες δεκαετίες. Σε περίπτωση κάποιας δυσμενούς μεταβολής (αύξηση των επιτοκίων), το Ταμείο εκφράζει ερωτηματικά για το κατά πόσο η Ελλάδα θα μπορεί να διατηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα πρωτογενή πλεονάσματα και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης παρά το γεγονός της μεγάλης πτώσης των επιτοκίων δανεισμού και της διατήρησης ευνοϊκής δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη.
Ένας ακόμα προβληματισμός που εκφράζεται είναι για τη μεταβολή των επιτοκίων δανεισμού της χώρας κατά τη μετάβαση από τον επίσημο δανεισμό που καλύπτει σήμερα το 55% του χρέους της χώρας στον δανεισμό από τις αγορές.