Αδυναμία ανταπόκρισης στις επιχειρηματικές τους υποχρεώσεις, σημαντική μεγένθυνση της μετακίνησης παραγωγών στη “μαύρη πώληση”, λόγω ολοένα και μεγαλύτερης μείωσης των εισοδημάτων τους και αύξηση της επισφάλειας για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, είναι μερικά από τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής, «τα μηνύματα συνεπειών της οποίας είναι σαφέστατα», επισήμανε ο πρόεδρος της Κοινοπραξίας Συνεταιρισμών Ομάδων Παραγωγών Ημαθίας, Χρήστος Γιαννακάκης.

         Μιλώντας σε εκδήλωση της γενικής γραμματείας Αγροτικής Πολιτικής και Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με θέμα: «Περιβάλλον και κλιματική αλλαγή – Προκλήσεις για τον πρωτογενή τομέα και μέτρα στήριξης», ο κ. Γιαννακάκης περιέγραψε με τα πιο μελανά χρώματα το παρόν στον αγροδιατροφικό κλάδο, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για το «αύριο, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα που να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή στη ρίζα τους».

         Λέγοντας ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα των τελευταίων χρόνων έχουν προκαλέσει “τεράστιες” καταστροφές στην αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα, ο κ. Γιαννακάκης σημείωσε ότι «μόνο στην κεντρική Μακεδονία, οι ζημιές στα πυρηνόκαρπα, που αποτελούν έναν από τους πυλώνες των αγροτικών εξαγωγών της χώρας μας, ανέρχονται σε πολλές δεκάδες εκατ. ευρώ».

         Υπογραμμίζοντας ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει πλέον όλες τις περιοχές του κόσμου και οι επιπτώσεις της αναμένεται να ενταθούν τις επόμενες δεκαετίες, ιδιαίτερα στις χώρες της νότιας Ευρώπης, ο κ. Γιαννακάκης επισήμανε, «είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη χάραξης στρατηγικής, για την αντιμετώπισή της στον αγροτικό τομέα».

         Ειδικότερα στη Μακεδονία και στην παραγωγή πυρηνοκάρπων, όπου και συγκεντρώνεται ο κύριος όγκος της εθνικής παραγωγής του προϊόντος, “έχουμε σαφέστατα μηνύματα των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και οι ζημιές υπερέβησαν τα όρια της αντοχής του παραγωγικού μηχανισμού” επισήμανε χαρακτηριστικά.

         Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Γιαννακάκης σημείωσε ότι «οι αγρότες πλέον αδυνατούν να ανταποκριθούν στις επιχειρηματικές τους υποχρεώσεις, δεν έχουν τους διαθέσιμους πόρους για να αγοράσουν φάρμακα και λιπάσματα, προσπαθούν να ρευστοποιήσουν άμεσα την συγκομισθείσα παραγωγή τους, καταφεύγοντας σε μηχανισμούς παραεμπορίου, ενώ επιδιώκουν ταυτόχρονα να αποφύγουν την δυσβάστακτη επιβάρυνση από φόρους και ασφάλιστρα».

         Περαιτέρω, επισήμανε ότι «οι οργανώσεις παραγωγών αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα από τη διαρροή των μελών και τη μετακίνησή τους στη λεγόμενη “μαύρη πώληση” και όλο το σύστημα του νόμιμου εμπορίου πλήττεται από τις πρακτικές αυτές, που είναι συνέπεια κυρίως των συνεχόμενων ζημιών από τις καιρικές συνθήκες,της περιορισμένης κάλυψης των ζημιών από τον ΕΛΓΑ, σε συνδυασμό με την υψηλή φορολόγηση».

         Σημειώνοντας ότι το μέγεθος του πλήγματος που δέχεται ο τομέας της πρωτογενούς παραγωγής δεν επηρεάζει μόνο το εισόδημα των καλλιεργητών, ο κ. Γιαννακάκης έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου και για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, συνεταιριστικών και ιδιωτικών, που εμπορεύονται και μεταποιούν τα προϊόντα, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «η αστάθεια στην παραγωγή της πρώτης ύλης , επηρεάζει ταυτόχρονα τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες και σχέσεις, του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα, κλονίζοντας την αξιοπιστία και την φερεγγυότητά του».

         Επίσης, σύμφωνα με τον κ. Γιαννακάκη, «η μείωση του όγκου της παραγωγής που διακινούν οι εταιρείες, προκαλεί τη μείωση του κύκλου εργασιών τους, με αντίκτυπο στην κερδοφορία μεν, αλλά κυρίως την ομαλή συνεργασία τους με τις δανειοδοτούσες τράπεζες» και πρόσθεσε ότι «πέραν όμως του μειωμένου όγκου παραγωγής, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα και με την παραγόμενη ποιότητα».